διηγήματα
σελ. 330, εκδ. Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας,
Καβάλα, 1987
Ανθολόγηση Διαμαντής Αξιώτης
Εισαγωγή Πρόδρομος Χ Μάρκογλου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
Πρόλογος | 9 |
Εισαγωγή | 13 |
Από δω αρχίζει ο δρόμος | 17 |
Μιά φορά ήρθα και κάθησα κοντά στο Θεό | 28 |
Ύστερα απ' τον ερχομό τους | 38 |
Τα πρώτα χρόνια | 50 |
Τα σπίτια με τους αμίαντους | 58 |
Ο χάρτης της Ελλάδος | 68 |
Έξω από το δρόμο | 79 |
Πίσω από την πολιτεία | 86 |
Το ζήτημα της πολιτείας | 92 |
Απάνω στη γη | 102 |
Από τον ωκεανό | 108 |
Τρία χρόνια | 121 |
Γυρισμός | 140 |
Η Στυλιανή | 157 |
Ένα ζευγάρι μποτίνια | 167 |
Βαθιά στον ορίζοντα | 174 |
Περίεργη σοδειά | 179 |
Οδός Παλαιών Πολεμιστών | 188 |
Το τρίτο σπίτι | 198 |
Ένα περίεργο καλοκαίρι | 211 |
Στην άκρη του κεντρικού δρόμου | 219 |
Τρία σκίτσα από έναν εχθρό | 225 |
Ο μικρός περίπατος | 238 |
Πλοίο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΜΟΝΑΞΙΑ | 246 |
Η πολιτεία και ο ουρανός | 257 |
Γωνία Κομνηνών — Αβέρωφ | 267 |
Μερικοί από το πλήθος | 274 |
Το ψωμί | 284 |
Από τα ανατολικά | 298 |
Η Ηλέκτρα και το καράβι | 311 |
Γράμματα από την Άννα | 320 |
Φώτης Πράσινης | 327 |
Με την πραγματοποίηση αυτού του τόμου, ΦΩΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, o Δήμος Καβάλας, μέσω της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του, εκπληρώνει ένα χρέος - οφειλή, όχι μόνο και κύρια απέναντι στον αξιόλογο αλλά παραγκωνισμένο διηγηματογράφο Πρασίνη, αλλά και σε ολόκληρη την πόλη, θαρρώ, δηλώνοντας έτσι τη στάση και την τακτική συμπεριφοράς του προς τους πνευματικούς ανθρώπους της Καβάλας.
Στην περίπτωση του Φώτη Πρασίνη, αυτό το πόνημα φορτίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με ιδιαίτερες ψυχικές διαθέσεις και συναισθήματα, αφού ο συγκεκριμένος λογοτέχνης δέθηκε και αφομοιώθηκε, μέσα από το έργο του, όσο κανένας άλλος με αυτή την καπνούπολη του χτες. Άλλος λόγος, της φόρτισης που είπα, είναι το ότι ο δημιουργός ποτέ του δεν έκδωσε βιβλίο. Οι δυσοίωνες συνθήκες της εποχής του, η ανέχεια, η απόσταση κέντρου — επαρχίας, βέβαια καταδίκη κι αυτή, η μη προβολή του όπως θα απαιτούσε το αδηφάγο σύστημα, η στάση του, κύρια, απέναντι στα πνευματικά, λεγόμενα, «κυκλώματα» και άλλοι Ίσως λόγοι που δε γνωρίζω, όρθωσαν, τότε, τα εκδοτικά τους αδιέξοδα. Αποτέλεσμα, να βρίσκεται το έργο του διαμελισμένο, ανυπεράσπιστο και άκριτο, χωρίς σειρά και τάξη, σε λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του πενήντα και του εξήντα κυρίως και σε τοπικές εφημερίδες, όπως «Πρωινή» και «Ταχυδρόμος».
Έμμονο πάθος, από όσο ξέρω και καημός του, η έκδοση ενός βιβλίου. Μία ζωή σκυμμένη σε χαρτιά και σημειώσεις και το μαράζι τον ακολούθησε στην άλλη όχθη. Εδώ και η πρόσθετη αξία, η προσφορά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της πόλης του. Έστω και μετά τον θάνατο του, αφού οι συγκυρίες τότε δεν ευνοούσαν ή θεωρούσαν περιττά και ανώφελα τέτοιου είδους καμώματα.
Γεννήθηκε στη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης, το 1912. Πρόσφυγας σε ηλικία έντεκα χρόνων ήρθε στην Καβάλα, το 1923 από την Κωνσταντινούπολη και οι συνθήκες διαβίωσης των ξεριζωμένων γνωστές για την αθλιότητά τους. Ορφανός από πατέρα, «βγήκε» στη βιοπάλη από παιδί, αλλάζοντας συχνά διάφορους χώρους δουλειάς, όπως φούρνους, ταμπάκικα, οικοδομές και οπού άλλου χωρούσε ο μικρός «για όλα τα θελήματα». Παρ' όλα αυτά, τελείωσε το Γυμνάσιο Καβάλας, το 1930 και γράφτηκε στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα για δύο χρόνια. Άλλη μία περίοδος αναζήτησης και οικονομικής ανασφάλειας, μέχρι που διορίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Παράλληλα διάβαζε και ο δημιουργός εμφώλευε μέσα του. Έγραφε και το 1944 δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα στο περιοδικό «Μακεδονικά Γράμματα» της Θεσσαλονίκης. Από εκεί και πέρα ακολούθησαν συνεχείς δημοσιεύσεις και παρουσιάσεις του σε λογοτεχνικά περιοδικά, έγκυρα, μπορώ να πω, για τα δεδομένα της εποχής τους. Η «Νέα Εστία» του παρέδωσε τις σελίδες της και ο «Κύκλος» τον βράβευσε στον διαγωνισμό διηγήματος που προκήρυξε, το 1963. «Νέα Πορεία», «Σκαπτή "Υλη» και άλλα έντυπα φιλοξένησαν έργα του. Αυτή τη σταχυολόγηση έκανε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, συγκεντρώνοντας από τις σελίδες των παραπάνω περιοδικών το σκορπισμένο έργο του. Οδηγός μου, η κατάσταση-κατάλογος του ίδιου του συγγραφέα πού, συστηματικός και με αυστηρή τάξη για τα πράγματα που αγαπούσε, πονούσε και νοιαζόταν για την τύχη τους, είχε συντάξει, καθορίζοντας έτσι τον αριθμό των διηγημάτων και την σειρά που έκρινε ιδεώδη για τη μελλοντική τους συγκέντρωση και πιθανή δημοσίευση. Αυτή τη σειρά κράτησα, με σεβασμό στην επιθυμία και υπόδειξή του, ανεξάρτητα αν δεν ανταποκρίνεται στην πιστή χρονολογική ακολουθία των πρώτων δημοσιεύσεων.
Σημείωση: Η πρώτη δημοσίευση, χώρος και χρονολογία, σημειώνεται σε αυτό τον τόμο, κάτω από κάθε διήγημα, δίνοντας έτσι την ταυτότητα του έργου. Κρατήθηκε, ακόμη, ο τονισμός του συγγραφέα, που φυσικά είναι το πολυτονικό, παρά τη μονοτονική λαίλαπα του καιρού μας. Στη σύνταξη μόνο και την ορθογραφία έγιναν μικρές παρεμβάσεις, με την πεποίθηση πώς αυτό δεν αποτελεί ασέβεια, αφού έτσι επιτυγχάνεται η ενιαία εικόνα στον τόμο κι αυτό επειδή τα διάφορα περιοδικά που πρωτοδημοσίευσαν τα διηγήματα παρουσιάζουν ανομοιομορφία στον τρόπο γραφής τους. Γνωρίζω πώς πέρα από τα τριάντα ένα αυτά διηγήματα που περιλαμβάνονται εδώ, υπάρχει και άλλο σκόρπιο έργο, Ένας όγκος δουλειάς του Φώτη Πρασίνη, που αόκνως έγραψε και δημοσίευε, όπως για παράδειγμα μιά ολοκληρωμένη σειρά από «Ταξιδιωτικά» κείμενα, που ο ίδιος τα τοποθέτησε σε ξεχωριστό τόμο με αυτό τον τίτλο και που αναφέρονται σε περιγραφές και εντυπώσεις από ταξίδια σε κοντινούς με την Καβάλα τόπους, όπως Θάσος, Φίλιπποι, Νέστος, Έδεσσα. 'Αταξίδευτος κι αυτός, σκέφτομαι.
Βέβαια δεν τελειώνει το χρέος μας και ούτε εξοφλείται η προσφορά του στα γράμματα μας, αιδώ. Οφείλουμε κι άλλες θέσεις στον Φώτη Πρασίνη. Σίγουρα όμως, με την έκδοση αυτή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας, επιτυγχάνεται το πρώτο σταθερό βήμα, αφού για πρώτη φορά συγκεντρώνεται σε τόμο ένα μεγάλο μέρος από το έργο του, εκπληρώνοντας έτσι και την μεγάλη επιθυμία του ίδιου. Ευχή μου, να ακολουθήσουν και άλλες προσπάθειες, αποκαλύπτοντας στους ανυποψίαστους νεότερους, κυρίως, την πλήρη εικόνα του αξιόλογου συγγραφέα.
Πρόλαβα και τον γνώρισα. Είχα κάνει τότε, το πρώτο μου δειλό βήμα στο χώρο των γραμμάτων. Ανακαλώ με συγκίνηση την έγνοια του για τούς νέους και την ενθάρρυνση που τύχαιναν, όσοι τον πλησίαζαν, για τα γραπτά τους. Τον θυμάμαι αυστηρό και κουρασμένο. Μονήρη και πικραμένο τον σκέφτομαι.
Έτσι, νομίζω, έφυγε για πάντα, το 1973.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ
1.
Ο Φώτης Πράσινης μέχρι το Μάη του 1973, χρονολογία του θανάτου του, δεν εκδίδει βιβλίο. Όλα του τα δημοσιευμένα διηγήματα, από το 1944 μέχρι το 1973, παραμένουν σκορπισμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες.
Το συγγραφικό του σώμα, διαμελισμένο και σκορπισμένο, έργο αφανές, καθώς τώρα ξανά έρχεται στο φως, δείχνει τη δύναμη του. Ο χρόνος όχι μόνο δεν το έπληξε αλλά του έδωσε εκείνη τη λάμψη που έχουν τα πράγματα που αξίζουν την ανθρώπινη εκτίμηση κι αγάπη.
Τώρα αρχίζει ένα καινούριο ταξίδι, ύπουλα ξεχασμένος, ο αφανής.
2.
Έζησε στην Καβάλα.
Αλλά τι σημαίνει να δημιουργείς, να επιμένεις να δημιουργείς, απομονωμένος σε μια επαρχιακή πόλη.
Πόσα αποθέματα ανυποχώρητης πίστης κι ασυμβίβαστης αντίληψης πρέπει να διαθέτεις για να μη σε καταβάλουν η μόνωση, η απογοήτευση, οι μικρότητες, οι λοιδορίες, οι μοχθηροί κατατρεγμοί, οι συμβατικές αποδοχές, η αδιαφορία και τέλος οι βιοτικές ανάγκες.
Γιατί, τι σημαίνει να δημιουργείς στα δίσεχτα χρόνια που έζησε ο Πράσινης.
Έζησε στην Καβάλα, όπου έφτασε, με την ψυχή στο στόμα, από τη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης, από το 1924 μέχρι το 1973. Έξω από κάποιες μεταναστεύσεις. Πρώτα, λίγο μετά το 1930 στην Αθήνα, φοιτητής της Γεωπονικής, αλλά επιστρέφει γρήγορα στην Καβάλα μη μπορώντας να επιβιώσει οικονομικά στην Αθήνα, κι αργότερα με τον πόλεμο του 1940, φεύγει για τη Θεσσαλονίκη, από όπου ξαναγυρίζει με την απελευθέρωση. Σ' όλη του τη ζωή παραμένει ένας πρόσφυγας.
Έζησε λοιπόν στην Καβάλα.
Η Καβάλα άρχισε ν' αναπτύσσεται δυναμικά με την κυρίαρχη παρουσία των προσφύγων. Κύρια πηγή απασχόληση και σημαντικού πλούτου για πολλές δεκαετίες, μέχρι το 1960, στάθηκε η επεξεργασία του καπνού. Προϊόν με παγκόσμια ακτινοβολία. Έτσι, από τη μια πλευρά, δημιουργήθηκε ένα συμπαγές εργατικό κίνημα (15.000 καπνεργάτες) με κοινή ιδεολογία, που σφυρηλατήθηκε στους σκληρούς ταξικούς αγώνες που έγιναν στα καπνομάγαζα και στους δρόμους αυτής της πόλης, αγώνες που παρακολούθησαν αγωνιστικά τα τοπικά και διεθνή προβλήματα. Γι' αυτό κι η αντίδραση και τα χτυπήματα ήταν σκληρά. Από την άλλη πλευρά συγκεντρώθηκε ένας μεγάλος πλούτος στα χέρια λίγων, που ποτέ δε ρίζωσαν εδώ αλλά έδρασαν σαν σε αποικία, αφού δεν έδειξαν ενδιαφέρον για την πόλη, ούτε σαν ισχυρή αστική τάξη που δημιουργεί δεν συμπεριφέρθηκαν, αφού δεν άφησαν ούτε ένα πνευματικό έργο για να δείξουν τη δύναμη και τη διάρκεια τους, τα ίχνη τους, τις επιλογές τους. θα μείνουν, αν μείνουν, στους επερχόμενους κάποια ερείπια καπναποθηκών για να θυμίζουν μια εποχή αλαζονείας.
Έζησε, σε μια πόλη που ακολούθησε κι αυτή την μεταπολεμική φθορά μέχρι που, γύρω στα 1960, την διάλυσαν, την εξαφάνισαν. Έκτοτε οικοδόμησαν μια άλλη πόλη, με άλλους κατοίκους, με άλλη γλώσσα, με άλλες συμπεριφορές.
Σ' αυτον τον χώρο και χρόνο έζησε ο Πράσινης. Κυνηγώντας τη μια δουλειά μετά την άλλη, μέχρι που το 1946 «μπήκε» στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τότε, περίπου, αρχίζει, κάπως συστηματικά, να καταθέτει το έργο του, ταπεινά.
Υπήρξε σεμνός, πίστευε στο έργο του, πίστευε πως η λογοτεχνία είναι κοινωνική δράση, έχοντας περάσει δύσκολα χρόνια ήταν η μόνη δράση που επέτρεπε στον εαυτό του, ήπιος, τρυφερός, σοβαρός, σιωπηλός, ζούσε στον κλειστό χώρο που είχε χαράξει, δεν ήθελε να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια πραγμάτων που πιθανόν θα στερούσε από άλλους, είχε μια κατάφαση για τη ζωή, τρωτός όμως, γι' αυτό κιόλας, δεν προσφερόταν σε πολλές συναλλαγές.
3
Ο Πράσινης ανήκει σ' εκείνη την αντίληψη που θέλει τον συγγραφέα «κρυμμένο» πίσω από το έργο του, άφαντο πρόσωπο, σαν ατομικότητα. Με πείσμα επέμενε να είναι το γράψιμο το μόνο σημάδι της ύπαρξης του. Να υπάρχει μόνο από τα γραπτά του. Αυτά που τα έριχνε μποτίλιες στο πέλαγο. Καθώς είναι βιωματικός συγγραφέας, βλέπουμε να υπάρχει μια σπάνια ταύτιση του ήθους του ανθρώπου με το ήθος του
συγγραφέα. Χωρίς χάσματα, χωρίς αντιφάσεις. Καταγράφει με ακρίβεια, με εντιμότητα τις ανθρώπινες σχέσεις. Ρεαλιστικά, κριτικά. Αφήνει να μιλήσουν τα πράγματα κι οι ανθρώπινες πράξεις. Δε φλυαρεί. Ο λόγος του έχει οικονομία, ακρίβεια, αδρότητα. Υπάρχει ένας συνεχής προβληματισμός. Ξέρει να συνδυάζει τα ιδιωτικά με τα κοινωνικά στοιχεία. Περιγράφει τα ανθρώπινα χωρίς να φτάνει σε ανατροπές. Έτσι η αφηγηματική τεχνική είναι σχεδόν ευθύγραμμη, με παρεκβάσεις στο χρόνο. Το αφηγηματικό υλικό διεγείρει τη δραματική διάσταση της περιγραφής.
4
Οι λογοτεχνικές ρίζες του Πρασίνη βυθίζονται σ' ένα έδαφος όπου έχουν γίνει προσχώσεις από συγγραφείς όπως ο Μαξίμ Γκόρκι, ο Κ. Χάμσουν, ο Τζακ Λόντον, μέχρι κι ο δικός μας ο Δημοσθένης Βουτηράς (στο περιθώριο υπάρχει μια σχέση φιλική με τον Βενέζη). Νομίζω πως γρήγορα απόκτησε μια δική του γλώσσα που τον ξεχωρίζει, όπως θα διαπιστώσει ο προσεκτικός αναγνώστης, από άλλους συγγραφείς της λεγόμενης γενιάς του '30. Γλώσσα κάπως τραχεία, κοφτή αλλά ώριμη, με τον καιρό γίνεται περισσότερο υπαινικτική, παίρνει μια στρογγυλάδα, πλουτίζεται από νέα στρώματα αναφορών, θέματα του: Η προσφυγιά, ο αγώνας για εγκατάσταση στη νέα πατρίδα, η αναζήτηση εργασίας, οι συνθήκες δουλειάς, το δέσιμο των ανθρωπίνων σχέσεων μέσα στη δουλειά, Κατοχή και επιβίωση, προσέγγιση του άλλου φύλου, έρωτας, κι ύστερα από την Κατοχή μ' ένα άλμα έρχεται στις μέρες μας, όπου περιγράφει κάποιες λεπτές ανθρώπινες σχέσεις. Ενώ από την αρχή επικρατεί η ευθύγραμμη αφήγηση, τα τελευταία χρόνια επιχειρεί μια ανανέωση της μορφής, των διηγημάτων. Επεισόδια χαλαρά δεμένα, επικεντρώνονται γύρω από πρόσωπα, καταστάσεις και διαλογισμούς.
Τα κείμενα λειτουργούν σαν καθρέφτης, όπου αναπαράγεται ο κόσμος με πολύ μικρές υποκειμενικές αποκλίσεις.
5
Γνώρισα τον Φώτη το 1959. Τότε είχα προσληφθεί και εργαζόμουν σε μια εξαγωγική επιχείρηση. Πήγαινα στην Τράπεζα Ελλάδος για διάφορες ρυθμίσεις. Είχα διαβάσει όμως διήγημα του, για πρώτη φορά το 1952, όταν ήμουν ακόμη μαθητής. Τυχαία είχα βρει, μια ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ του 1949, στα χαρτιά που είχε αγοράσει με την οκά, για περιτύλιγμα, ένας θείος μου. Εκεί διάβασα το διήγημα του ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ. (Του έλεγα αργότερα: «Σε γνωρίζω απ' τα σκουπίδια» και γελούσαμε). Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες. Τα βιβλία ήταν σπάνια, καθώς και τα χρήματα, αλλά κι η συνήθεια αγοράς βιβλίου κάποτε αδιανόητη. Έτσι, δεν ήταν άσχετο, που η επικοινωνία έπαιρνε περίεργα απίθανους δρόμους. Το διήγημα, που ανάφερα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση, που κρατάει ζωηρή μέχρι σήμερα, καθώς σκέφτομαι εκείνη την ανάγνωση που έγινε σ' ένα υπόγειο γεμάτο νήματα, χαλιά και ναφθαλίνη. Πέρα από το ότι είναι ένα ωραίο διήγημα, γραμμένο μ' ένταση και πάθος, με συνάρπαζε που ο ήρωας συνάντησε την κοπέλα έξω από το πρακτορείο τύπου της πόλης, που ήταν σχεδόν και το μοναδικό βιβλιοπωλείο, ακριβώς ο χώρος που πάντα σταματούσα και για ώρες ξεχνιόμουν στις βιτρίνες του. Στα μάτια μου φάνταζαν σα μια μυθική χώρα.
Τελευταία φορά τον είδα τον Αύγουστο του 1971, όταν πήγα στην Τράπεζα να τον αποχαιρετήσω, καθώς έφευγα από την Καβάλα για να εγκατασταθώ στη Θεσσαλονίκη. Του έλεγα για διάφορα πράγματα που με απασχολούσαν την εποχή εκείνη, όταν με κοίταξε σοβαρά κι έφυγε, στο βάθος της Τράπεζας, χωρίς να πει τίποτε. Μου φάνηκε λίγο θυμωμένος. Έμαθα το θάνατο του τον Ιούλιο του 1973, ταξιδεύοντας για Θάσο. Τότε κατέγραψα από τα ευρετήρια της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ τα διηγήματα που είχε δημοσιεύσει (1946 — 1973) με την πρόθεση να τα φωτοτυπήσω και να γράψω ένα κείμενο. Το εγχείρημα έμεινε στις προθέσεις μου. Έτσι, με την ευκαιρία αυτής της έκδοσης, έγραψα αυτό το κείμενο στη μνήμη του Φώτη Πρασίνη.
Αύγουστος 1986
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ