σελ. 310, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα,
Ιούνιος 2003
Υπέυθυνος σειράς Κώστας Ακρίβος
Επιλογή κειμένων Διαμαντής Αξιώτης
Φωτογραφίες Καμίλο Νόλλας
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΣΕΙΡΑΣ | 15 |
Ανωνύμου Εταιρίας καπνών και πέραν θαλάσσης | 17 |
ΝΕΑΠΟΛΙΣ, ΧΡΙΣΤΟΥΠΟΛΙΣ, ΚΑΒΑΛΑ Εκδοχές Cristopoli, 23 Ιουλίου 1425, επιστολή, PIETRO ZEN | 29 |
Άλεξιάς, Ιστοριογραφία, απόσπασμα, ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ | 32 |
Ένας σκούφος από πορφύρα, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ | 36 |
Άτιτλο, ταξιδιωτικό, απόσπασμα, G. MARIA DEGLI ANGIOLELLO | 37 |
Άτιτλο, ταξιδιωτικό, απόσπασμα, MARIN SANUTO Ημερολόγιο 1497-1533 | 38 |
Άτιτλο, ταξιδιωτικό, απόσπασμα, Φυλλάδιο του 1533 | 38 |
ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ [Καβάλα], ταξιδιωτικές εντυπώσεις, απόσπασμα, EBLIYA CELEBI | 41 |
Καβάλα 1876, ταξιδιωτικό, απόσπασμα, L. HEUZEY | 46 |
Καβάλα 1873, ταξιδιωτικό, απόσπασμα, FRANZ VON LOHER | 47 |
Καβάλα 1928, ταξιδιωτικό, απόσπασμα, PAUL COLLART | 55 |
ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΗ ΠΟΛΗ Τα τείχη Άτιτλο, επιγραφή | 59 |
Τά τείχη, ποίημα, ΓΙΩΡΓΟΣ Ξ. ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ | 60 |
Άτιτλο, ιστοριογραφία, απόσπασμα, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ | 61 |
Μωχάμετ Άλη: Τό κονάκι του πασά, τό Ίμαρέτ Άτιτλο, κτητορική επιγραφή | 63 |
Οι ευεργεσίες του Μωχάμετ Άλη προς τη γενέτειρά του, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ | 64 |
Αγάθος, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΝΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ | 68 |
«Tα Χριστούγεννα του τεμπέλη», διήγημα, απόσπασμα, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ | 73 |
Χρόνια της Αιγύπτου. O μύθος, μυθιστόρημα, απόσπασμα, PEA ΓΑΛΑΝΑΚΗ | 76 |
Η Αιγυπτία, μυθιστόρημα,απόσπασμα, ZILBER SINOUE | 77 |
ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ Η έξοδος Άτιτλο, Ιστοριογραφία, απόσπασμα, ΚΩΣΤΑΣ ΣΚΑΛΤΣΑΣ | 83 |
Ογδόντα πήχεων ύψους καμάρες Περιγραφή, ταξιδιωτικό, απόσπασμα, GABRIELE CAVAZZA | 85 |
Τοπία της θάλασσας Ιχνογράφημα, ποίημα, ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ | 87 |
«Στα καλαφατιά», άρθρο, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ | 88 |
Αρχοντικά Διά τό άρρεναγωγεϊον Καβάλας, ποίημα, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ | 90 |
Μανία πόλεως, αφήγημα, απόσπασμα, ΚΟΣΜΑΣ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗΣ | 91 |
[Ακόμη και οι βασιλιάδες ανίκητοι...], μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ | 93 |
«Home is where the heart is», διήγημα, απόσπασμα, MANINA ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ | 96 |
Ναοί, λουτρά και πορνεία 'Ενα αίτημα των χριστιανών της Καβάλας προς την Ιεράν Σύνοδον, καταγράφεται άπό τον ΚΩΣΤΑ ΟΡΦΑΝΙΔΗ | 101 |
Η Παναγία Καμυτζιώτισσα και ο ναός του Αγίου Λαζάρου, καταγράφεται από τον ΚΩΣΤΑ ΟΡΦΑΝΙΔΗ | 103 |
Η ηδονή των λοντρών, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ | 105 |
Κυριακές και σχόλες «Μία σύσταση προς άνωνυμους», άρθρο, απόσπασμα, I. Δ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ | 111 |
«Αριστοκρατία», χρονογράφημα, ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟΣ | 115 |
«Αναδρομή στο παρελθόν», άρθρο, ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ | 117 |
«Μ. Καραγάτσης: Μιά συνάντηση», μαρτυρία, Η. Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ | 121 |
«Στύφνος, Στρύχνος, ή Έλλέβορος;», μαρτυρία, Η. Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ | 124 |
΄Αγγελος τών πρώτων ημερών, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ | 128 |
Κυριακή στην επαρχία, μελοποιημένο ποίημα, ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ | 133 |
«Το ταξίδι που πληγώνει», διήγημα, ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΛΑΣ | 134 |
Τό ημερολόγιο της «Φανέλας μέ τό εννιά», αποσπάσματα, ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ | 139 |
Άτιτλο, ποίημα, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ | 147 |
[Οι φωτογραφίες], μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ | 148 |
Μνθική επανάσταση, ποίημα, ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ | 154 |
Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε; μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ | 155 |
«Αναμνήσεις από την θερινή "Ραψάνη" διήγημα, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΪΤΑΝΟΣ | 161 |
ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Ό χώρος της Ιωάννας καί ο χρόνος του 'Ιωάννη, νουβέλα, απόσπασμα, ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ | 171 |
«Τό σύνδρομο του Balint», αφήγημα, ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ | 176 |
«Μέρες παραδείσου», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ | 181 |
Η γλυκιά Μπονόρα, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗΣ | 183 |
«Η μηχανή του χρόνον», αφήγημα, απόσπασμα, ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΡΑΣ | 187 |
Βιβλίο ζωής, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, απόσπασμα, LARS BACKSTROM | 191 |
Καβάλα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, απόσπασμα, AGNETA KUNGSPOR | 193 |
Ατενίζοντας το Αιγαίο, ποίημα, INGEMAR LECKIUS | 195 |
ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ Άτιτλο, ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ | 199 |
«Το τελεσφόρον όνειρο», αφήγημα, ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ | 201 |
«Καβάλα, μακρινή πολιτεία», αφήγημα, ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ | 207 |
ΚΑΠΝΟΣ: Η ΛΑΜΨΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ Το ζήτημα της πολιτείας «Τό ζήτημα της πολιτείας», διήγημα, απόσπασμα, ΦΩΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ | 213 |
Καπνέμποροι, Καπνομάγαζα, Καπνεργάτες «Η επιστροφή», διήγημα, απόσπασμα, ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ | 220 |
Χρονικό, ποίημα, ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ | 223 |
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Του χθες και του σήμερα «Οι μνήμες της προσφυγιάς», μαρτυρία, NANA ΗΛΙΑΔΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΟΤΣΗ | 227 |
[Ο πόνος ξεκινάει πάντα απ' τα ονόματα], μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ | 232 |
Το παρτάλι, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ | 237 |
ΚΑΤΟΧΗ, ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗ Ραδιοτηλεγράφημα του Κουντουριώτη, καταγράφεται από τον ΚΩΣΤΑ ΣΚΑΛΤΣΑ | 243 |
Μανία πόλεως, αφήγημα, απόσπασμα, ΚΟΣΜΑΣ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗΣ | 244 |
Απελευθέρωση της Καβάλας - Σεπτέμβρης 1944, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΑΛΙΟΥΛΗΣ | 245 |
Ή Βόρειος Ελλάς όπου διατηρείται ακόμη τό μονόπλευρον κράτος. Μερικαί διαπιστώσεις, άρθρο, Β. ΒΑΡΙΚΑΣ | 249 |
ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ Περιαστικό δάσος Άγγελος τών πρώτων ημερών, μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ | 255 |
Χαμένες μουσικές, ποίημα, ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΗΣ | 258 |
Προς δυσμάς [Τό ζωντανό παρελθόν], μυθιστόρημα, απόσπασμα, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ | 259 |
Οίσύμη, ποίημα, ΓΙΩΡΓΟΣ Ξ. ΣΤΟΠΑΝΝΙΔΗΣ | 262 |
Φίλιπποι Ή διπλή μάχη των Φιλίππων, απόσπασμα, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ | 265 |
Τά τείχη, οι πύλες, η ακρόπολη, απόσπασμα, ΑΠΠΙΑΝΟΣ | 265 |
Tη Δευτέρα της ΚΑ' εβδομάδος Προς Φιλιππησίους Επιστολής Παύλου τό Ανάγνωσμα, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ | 266 |
Ιούλιος Καίσαρ, δράμα, απόσπασμα, WILLIAM SHAKESPEARE | 267 |
ΠΩΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ ΑΥΤΗ Η ΠΟΛΗ «Διπλός κόσμος», διήγημα, απόσπασμα, ΚΡΙΤΩΝ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ | 271 |
Μανία πόλεως, αφήγημα, απόσπασμα, ΚΟΣΜΑΣ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗΣ | 276 |
Ψές τό βράδυ, μελοποιημένο ποίημα, ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΙΩΛΑΣ | 279 |
ΕΛΞΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ [Συγκεκριμένο και γάμος], απόσπασμα, ΝΙΚΟΣ-ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ | 283 |
Γράμματα στη Λένα, ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ | 290 |
Πολιτεία, ποίημα, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ | 295 |
ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ | 297 |
«Ο τόπος μας είναι κλειστός» είπε ο Ποιητής.
Και με τον δικό του τρόπο τραγούδησε τις ανάσες και τα κλάματα, τις χίμαιρες και τα δαιμόνια, τα πάθη των ανθρώπων που τον κατοικούν.
Σ' αυτόν τον τόπο τυχαίνει να ζούμε και εμείς σήμερα. Διαβάτες περαστικοί ίσα που προλαβαίνουμε να γνωρίσουμε κάποιες από τις ακρογιαλιές και τα όρη του, να οσμιστούμε κάτι ελάχιστο από την περηφάνια του κυπαρισσιού και την καρτερικότητα της ελιάς, να σηκώσουμε το κεφάλι στον ουρανό για να δούμε την Ιστορία να μας προσπερνά σαν αντικατοπτρισμός.
«Μικρή αστραπή η ζωή, μα προφταίνουμε» πίστευε ο Μέγας Κρητικός.
Ναι, προφταίνουμε να υψώσουμε το μπόι ανάμεσα στο γητεμένο χθες και στο άπιαστο «τώρα», να ορθώσουμε την ψυχή μας προσμένοντας την αγάπη, το φιλί, τα εύγε. Αρκεί να γίνει το πρώτο βήμα. Για να βγούμε έξω από τις μάσκες της καθημερινότητας και να μας δεχτούν σώματα κι αισθήματα που θα θέλαμε να μας ανήκουν. Για να βαδίσουμε το στρατί που θα μας φέρει στη μεθόριο και στα νη σιά, στις χορταριασμένες στάοεις και στο κύμα το ακριβό.
«Μνήμη του τόπον μου σε λένε Άθω και σε λένε Πίνδο» έψαλε ο άλλος Ποιητής.
Μαζί μ' αυτόν όλοι εμείς, αμήχανοι έως ένοχοι, ψελλίζουμε σαν προσευχή ονόματα της μνήμης που σιγά σιγά ξεθωριάζουν: Φλαμπουράρι, Ί'έριμος, Καλλίστρατο, Αργιθέα, Καρατζόβα, Έλυμπος, Πρεσποχώρια, Εχίνος...
Ιχνηλάτες αυτών των τόπων ποθούμε να γίνουμε. Σημείο αναφοράς και κέντρο της περιπλάνησης μας οι πόλεις. Οδηγός η λογοτεχνία. Δηλαδή τα κείμενα ανθρώπων, που περπάτησαν αυτά τα μέρη και στη συνέχεια τα έκαναν διήγηση. Απ' αυτά τα γραπτά, άλλα ανήκουν σε παλαιότερες δημιουργίες και άλλα είναι, των ημερών μας, μερικά αποτελούν θραύσματα ή ψηφίδες από μεγαλύτερες συνθέσεις, ενώ κάποια άλλα έρχονται με την αυτοτέλεια τους να μεταφέρουν κάτι από την αθέατη πλευρά του χώρου στον οποίο αναφέρονται.
Πολύτιμος συνοδηγός σ' αυτό το ταξίδι οι εικόνες. Τα φωτογραφικά στιγμιότυπα ιστορικών στιγμών, απλών συμβάντων της καθημερινότητας, αλλά και κτισμάτων, δρόμων, χειρονομιών, βλεμμάτων η προθέσεων ανεκπλήρωτων, αποδεικνύονται οι καλύτεροι συνοδοιπόροι για τις λέξεις, μια και κατορθώνουν να στήσουν παγίδα στον χρόνο, μνημειώνοντας αδιάψευστα κάποιες στιγμές από τον βίο της πόλης.
Με αυτά τα εφόδια στο δισάκι μας ξεκινούμε το ταξίδι για να γνωριστούμε με τις πόλεις και τον περίγυρο τους.
Ταξιδιωτικοί οδηγοί λοιπόν; Σε καμία περίπτωση! Λογοτεχνική περιήγηση; Ίσως. Όπως όμως κι αν ορίζεται αυτή η απόπειρα, ένα τέτοιο συνταίριασμα κειμένων και εικόνων κρυφή φιλοδοξία έχει να λειτουργήσει σαν ο καλύτερος τρόποςγια να συστηθούμε με τα μέρη που θα επισκεφθούμε - όποτε και αν. Γιατί, άλλο είναι να ζητάς να γνωρίσεις μία πόλη μέσ' από τα τουριστικά η τα αρχαιολογικά της αξιοθέατα, και άλλη μαγεία έχει να σου αποκαλύπτεται χάρη στα λόγια κάποιων που άγγιξαν τις μυστικές της πληγές, αγάπησαν τις αμαρτίες της, την είδαν με μάτι διαφορετικό.
Ποιο μπορεί να είναι το κέρδος αυτών των βιβλίων; Ένα αλλά μοναδικό επιστρέφοντας κανείς ύστερα από μια τέτοια «επίσκεψη», να αναπολεί με νοσταλγία: «Πράγματι, ήταν το καλύτερο της ζωής μου ταξίδι».
Και την ίδια στιγμή να ετοιμάζει τις αποσκευές του για το επόμενο ταξίδι και το επόμενο και το επόμενο...
ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ
ΘΑ ΣΕ ΥΠΟΔΕΧΘΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ. Να σου δείξω την πρώτη πόλη μου, ριζωμένη επάνω στον κεκλιμένο βράχο από γρανίτη, σε σχήμα αμυγδάλου ή κεφαλής αλόγου, κατά τη ρήση των παλαιών περιηγητών όταν ξεπέζευαν εδώ για να ξεδιψάσουν και να καταλύσουν στα, εκτός των τειχών, χάνια, πριν συνεχίσουν την πορεία τους προς ανατολάς. Έτσι, διακόπτοντας την καβάλα του ταξιδιού τους, ονομάτισαν, χάριν της μεταξύ τους συνεννοήσεως, τον περίκλειστο αυτό τόπο, αγνοώντας την αρχαία πόλη Σκάβαλα, που τα ερείπια της κείτονται ακόμη σκεπασμένα στα βορινά υψώματα.
Να σου δείξω το δρόμο των Φράγκων, των Λομβαρδών, των Ενετών και των κουρσάρων. Οι Σέρβοι, κι αργότερα οι Βούλγαροι, ήρθαν από το Βορρά. Οι Τούρκοι από την Ανατολή. Οι Θάσιοι κατακτητές των μεταλλείων του Παγγαίου και του χρυσού της Σκαπτής Ύλης, αναγκαστικά, από το Νότο.
Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα, εδώ γεννήθηκα. Ανάμεσα στα δύο ποτάμια και στη σκιά του όρους Συμβόλου. Έκοψα νόμισμα χρυσό και απεικόνισα το κεφάλι της Γοργόνας. Πλακόστρωσα μία οδό και την είπα Εγνατία, να περάσει ο Παύλος για τη βάπτιση της πρώτης χριστιανής στα νερά του ποταμού Ζυγάκτη. Στα ίδια νερά που τώρα βαπτίζονται ομαδικώς οι αλλόθρησκοι πένητες της Αλβανίας.
Ξέρω, σου τα λέω ανάκατα, όπως οι εικόνες στην ομίχλη και οι πέτρες των ναών κάτω από το χώμα. Όμως δεν γίνεται διαφορετικά, αφού εσύ ποτέ σου δεν χρίστηκες μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και δεν δάμασες κανένα Βουκεφάλα· δεν άλλαξες εθνικότητες και δεν γκρέμισες θεούς για να λατρέψεις άλλους· δεν προσκύνησες την Τουρκιά, ούτε γύρισες το όνομά σου σε βουλγάρικο.
Εγώ έπαιζα ξέγνοιαστος με τη Μίτσε. Τον μπαμπά της τον έλεγαν Πένκο και ήταν Βούλγαρος. Δεν θυμάμαι σε ποια γλώσσα μιλούσαμε. Νέμα τούκα, παπαγάλιζα, και γελούσαν οι μεγάλοι. Ο παππούς μου έβριζε τούρκικα κι ο πατέρας τις νύχτες ξήλωνε τα σανίδια στο πίσω καμαράκι, έβγαζε το χώμα, για να θάψει εκεί τον τενεκέ με το καλαμπόκι και το μπουκάλι με το λάδι. Έξι στόματα να ταΐσει, και δώδεκα μάτια κοίταζαν το σημάδι της ανθρακιάς στο μάγουλο. Στα παράθυρα κόλλες μπλε κι εφημερίδες. Τις νύχτες οι σκιές μεγάλωναν και άπλωναν στα βουνά του Τσαλ-Νταγ και της Καρατζόβας. Κι εκείνο τον Σεπτέμβρη του '44 κατηφόρισαν και μπήκαν στην πόλη οι άντρες με τα γένια και την ψείρα, να την ελευθερώσουν. «Αθάνατο Ε.ΛΑ.Σ., εμπρός», κι οι κοπέλες έπλεξαν δάφνες για τους άντρες του 26ου συντάγματος. Μπήκαν από τα βορινά υψώματα, Αι-Θανάσης, Σούγιουλου, να γεμίσουν τα σοκάκια, τους δρόμους και την πλατεία Φουάτ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ.
Έλα τώρα να σε περάσω κάτω από τις, ογδόντα πήχεων ύψους, Καμάρες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, που χωρίζουν την πόλη μου στα δύο. Να σου μετρήσω τις εξήντα υπερμεγέθεις αψίδες του υδραγωγείου και να σε νίψω με ύδωρ ζωής έκ πηγής αναβλυζούσης έκ βράχων επί βουνού απέχοντος της πόλεως έναν σταθμόν.
Στα δύο η πόλη μου: Πέταλο καρφωμένο στον κόρφο της θάλασσας και γυμνή μοιχαλίδα καθισμένη στα γόνατα π' ανοίγει αυλάκι στην άμμο, να κυλήσει το Αιγαίο στην κοίτη του. Το παρελθόν αναδύεται στους καπνούς των τσιγάρων και στις μυρουδιές της Ανατολικής Θράκης. Το σπίτι των γονιών μου στη Στέρνα, οι μπαξέδες και τα καλά τους. Εκεί η παράδεισος, εδώ η ανέχεια και οι κατάρες. Μπαΐρια κακοτράχαλα και προσφυγιά στοιβαγμένη στον τσίγκο και το πισσόχαρτο, τον τσατμά και την κουρελού. Ο πατέρας έγινε σαμαράς σε κείνη την παράγκα πίσω από τα Δικαστήρια. Κατέβαζαν αλόγατα και μουλάρια οι βουνίσιοι της Παλιάς Καβάλας, του Πλαταμώνα, της Λεκάνης και του Ζυγού, και άχνιζαν οι δρόμοι από την κοπριά και τα κάτουρα των ζώων. Στη φαγούρα της σίκαλης και στο χνούδι του σαζ κυλιόμουν τα καλοκαίρια, πίσω στην αποθήκη με τα τομάρια και τους ναλτσάδες. Τα ντουβάρια σαθρά, άφηναν σχισμές-περάσματα στα δωμάτια του ύπνου και του ντυμένου έρωτα των γειτόνων. Εκεί το πρώτο σάλεμα, η ηδονή κι ο μικρός σπασμός.
Τάγματα εθνοφρουράς, οι Μπουραντάδες, κι ο εμφύλιος ένας άλλος σπαραγμός. Ο πατέρας στις φυλακές της Δράμας κι η μάνα μας κουβάλισε κοσμήματα και λίρες σε ένα μαντίλι. Έβαλε πράσινο φυλλαράκι της Παναγίας στις πληγές του γόνατου, και δεν πονούσα. Οι πληγές των ανταρτών πονούσαν τους μεγάλους και η ήττα του '49. Δυο χέρια με σήκωσαν και μ' ανέβασαν στο άλογο. Ο Μαύρος Καβαλάρης ανέμιζε στο καναβάτσο και καλούσε την εργατιά. Στην κεντρική πλατεία απλωμένα τραπεζάκια του ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ. Στην κάτω γωνιά, στη σκιά των κυπαρισσιών, ο τάφος της Αιγύπτιας, όπως ονόμαζαν τη μητέρα του Πασά. Απέναντι τα θερινά ΕΣΠΕΡΟΣ και ΖΕΦΥΡΟΣ, αγιόκλημα και γιασεμί, ακακίες και τζαμπατζήδες των Πεντακοσίων και του Βύρωνα στα κλαδιά, να βλέπουν το καουμπόικο. Στον ΕΣΠΕΡΟ μάζεψε τους φοβισμένους και άλαλους ο Πλαστήρας να τους μιλήσει. Ο Ελληνικός Συναγερμός με πέντε βουλευτές στο νομό, κι ο Παπάγος αρχιστράτηγος τι τα θες, τι τα ζητάς! Εγώ, από παιδί στους δρόμους, ανάμεσα στη μυρουδιά των καπνόφυλλων και τα μακριά φουστάνια των γυναικών με τις χοντρές κάλτσες και τα βαριά υποδήματα. Ο βουλευτής Βένετης ήταν που άνοιξε το επάγγελμα ήταν κλειστό και άβατο. Και το '53 μπήκε κόσμος και ντουνιάς στα μαγαζιά της τόγκας. Πώς θράφηκαν τόσα στόματα και πού στοιβάχτηκαν; Πρόσφυγες της Ανατολής, τσιπλάκηδες της Θάσου και πικραμένοι των γύρω χωριών. Μαύρα δάχτυλα και πικρά, ποτάμια ορμητικά στους δρόμους και οι πραμάτειες των μαγαζιών απλωμένες στο βαρβάτο μεροκάματο. Μια κάμαρη στα βράχια, το όνειρο, ένα κεραμίδι, να χώσουν το κεφάλι. Καβάλα τα σπίτια και τα νοικοκυριά, ν' αγνατεύουν τη θάλασσα, το απέναντι νησί και το Όρος το Άγιον. Την πόλη την είπαν Κόκκινη.
Έβαλα μακρύ παντελόνι και ξύρισα το πρώτο χνούδι. Έμπαινα κρυφά στα σκοτάδια του ΑΤΤΙΚΟΝ, των ΟΛΥΜΠΙΩΝ και του ΡΕΞ, κι ερωτευόμουν στο πατάρι της ΜΥΡΟΒΟΛΟΥ ΑΝΟΙΞΗΣ. Προφιτερόλ και μαύρα μπατιρόσπορα, η βόλτα στην Ομονοίας, το νυφοπάζαρο της Κυριακής. Τα πάρτι του βερμούτ και της μπουκάλας• το φιλί. Κοντοκουρεμένα και άχαρα ντουρντουβάκια, καπέλο με την κουκουβάγια και σήμα χριστιανικόν: ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΑΡΡΕΝΩΝ ΚΑΒΑΛΑΣ. Η Ζωή του Παιδιού στη μασχάλη και το Χτυποκάρδι στην κωλότσεπη.
Να σου θυμίσω τη μέρα που είδα τον τρόμο στα βλέμματα των περαστικών και άκουσα τα εμβατήρια. «Επανάσταση» την είπαν και η 21η Απριλίου της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» έστησε στο κέντρο της πλατείας, στην παραλία και στο πέρασμα του Αγίου Σήλα το πουλί «εκ της τέφρας» με τον φαντάρο. Βουβάθηκα. Και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς υποδεχτήκαμε τον βασιλέα Κωνσταντίνο Β', τον Εξαδάχτυλο. Βγήκε στο μπαλκόνι του ΑΣΤΕΡΑ, μετά της συζύγου Άννης-Μαρίας και της βασιλομήτορος Φρειδερίκης μιλούσε κι έτρεμε. Φύλαγε τις πλάτες του και ήλπιζε στα στρατεύματα της Κομοτηνής. Κρυφά έφυγε και πέταξε από το αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα για την Ιταλία. Δεν ξαναφάνηκε. Ψηφίσαμε ΟΧΙ. Η χούντα σήκωσε κασμά και γκρέμισε τα πάντα. Πριόνισε τα κυπαρίσσια και έριξε τα αρχοντικά με τα αγάλματα. Έχτισε στα πεζοδρόμια και στις γωνιές, να στενέψουν οι δρόμοι κι άλλο, προς δόξαν του τσιμέντου και του σίδερου. Πλακόστρωσε την πλατεία. Άσπρη, άνυδρη και άδενδρη, όμοια με τις άλλες. Κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο. Πολλοί προσκύνησαν και φίλησαν τα κατουρημένα.
Στα δύο η πόλη μου: Αποδώ η θάλασσα, τα βράχια, εκείνο το κορίτσι με το στήθος της χούφτας μου κι οι φίλοι που έφυγαν αποκεί το άγνωστο, τα φώτα, τα όνειρα και η φυγή. Να φύγουμε, λέγαμε, και δεν ξέραμε για πού. Να πάμε στη Σαλονίκη, να κατεβούμε στην Ελλάδα να φύγουμε! Οι άλλοι έφυγαν εγώ βγήκα από τα τείχη και κατέβηκα στην καινούργια πόλη. Προβιβασμός της αντιπαροχής και των πολυώροφων οικοδομημάτων. Μ' αυτό τον τρόπο δραπέτευσα, αφήνοντας τις παλιές πέτρες να χορταριάζουν στην ακινησία της ιστορίας τους. Γρανίτης ντόπιος των Ελλήνων, το μακρό τείχος των Βυζαντινών, οι προσθήκες των Ενετών και τα αγκωνάρια των Τούρκων αντιστάθηκαν στις πολιορκίες και τους αποκλεισμούς πειρατών και εχθρών. Έκλεισαν μέσα τους το Ιερό της Παρθένου, το κονάκι και το Ιμαρέτ του Μουχαμάντ Αλή πασά, την Κοίμηση της Θεοτόκου. Και τους μετέπειτα κατοίκους -Οθωμανούς, Χριστιανούς, Αρμένιους κι Εβραίους- που ζήτησαν άδεια από τον Σουλτάνο για να βγουν από τα τείχη, να κυριεύσουν άλλες πλαγιές και μπαΐρια να χτίσουν εκκλησίες και αρχοντικά. Έτσι να σου δείξω τα εναπομείναντα περίτεχνα σπίτια της συνοικίας του Αγίου Ιωάννου και της οδού Κύπρου: τη Μεγάλη Λέσχη των κυριών της Φιλοπτώχου, τον πύργο του Δημαρχείου, την κατοικία του Άντολφ Βιξ, τη μονή Λαζαριστών· το Ηρώον από κάτω, με τον πληγωμένο «Άγνωστο». Η Δόξα, οι Βυζαντινοί, οι Μακεδονομάχοι, οι τελετές, οι καταθέσεις στεφάνων και το βέβηλο σπρέι των ποδοσφαιρικών συνθημάτων. Τον Λέοντα τον μετέφεραν και τον έστησαν αλλού.
Ώρα για τσιγάρο. Ακουμπάς στο νοτισμένο τοίχο του καπνομάγαζου και βάζεις το αυτί σου στη σχισμή. Τα δάχτυλά σου κολλάν στην πίσσα της νικοτίνης κι ακούς το θόρυβο του κίτρινου φύλλου καθώς στοιβάζονταν στην τόγκα.
-Αυτά πάνε, σου ψιθυρίζω. Πέθαναν.
Η πίκρα του καπνόφυλλου στα μακριά φουστάνια των γυναικών με τα βαριά υποδήματα εξανεμίστηκε μαζί με το βαρβάτο μεροκάματο. Το ορμητικό ποτάμι των καπνεργατών, που είχαν παραδοθεί στην κίτρινη λάμψη των καπνόφυλλων και στο επιμελημένο αέρισμα, στέγνωσε και πάει. Οι νεκροί καπνεργάτες της εξέγερσης του 1928 έγιναν μπρούντζινο σύμπλεγμα, κακότεχνο, μπροστά από την περίβλεπτη καπναποθήκη του Κιζί Μιμίν, σημερινό ημιτελές Πνευματικό Κέντρο του Δήμου. Οι ξενόφερτοι καπνέμποροι που, στο τσακίρ κέφι, πετούσαν το πιάνο της διασκέδασης στη θάλασσα, ανάβοντας επιδεικτικά τα τσιγάρα τους με δολάρια, άφαντοι. Σκιές του μύθου τους, άφησαν πίσω προσόψεις μισογκρεμισμένων αρχοντικών με τρίγλυφα και παλμέτες. Ο βαυαρικός πύργος του Δημαρχείου, κατάλοιπο της έδρας του καπνεμπόρου Πιέρ Έρτζοχ, Ανωνύμου Εταιρίας καπνών και πέραν θαλάσσης. Τα υπόλοιπα, σχεδόν εκατό, άριστα οχυρωμένα καπνομάγαζα -το πάλαι ποτέ παραθαλάσσιο τείχος της πόλης- θυσιάστηκαν στο βωμό της ανάπτυξης και στη λαίλαπα της αντιπαροχής.
Βλέπω τα μάτια σου υγρά.
-Από τη διαφυγή των αερίων, της αμμωνίας και των φωσφορικών λιπασμάτων, απολογούμαι και ντρέπομαι.
-Το είχα υποπτευθεί από την ανατολική διάβρωση των αγαλμάτων, μου εκμυστηρεύεσαι.
Απλώς τηρούσαμε τα προσχήματα, σκέφτομαι. Όπως και οι Αρχές.
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ
Καβάλα, Οκτώβριος 2002
* Στην πρώτη του μορφή, στην εφημ. Ελευθεροτυπία, "Βιβλιοθήκη", 23 Φεβρουαρίου 2001.
Υπάρχουν όλα αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία που θα έλεγα ότι καρφώνουν το κείμενό μου πάνω στον τόπο και στο χρόνο.
Συνειρμικά μου έρχεται στο νου η φράση από τον Πεισίστρατο: «Έχω την ψυχολογία της καρφωμένης σημαίας, και τα καρφιά με εμποδίζουν να κυματίσω».
Ναι, αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία - ή πόλη της Καβάλας, ορισμένες μορφές οικείες, γνώριμες - είναι ακριβώς τα καρφιά πού καρφώνουν το κείμενό μου πάνω στη γη. Αλλιώς είναι χαμένο. Μ' αυτό θέλω να πω ότι πάντα το κείμενό μου, ακόμη κι όταν απογειώνεται, παίρνει μαζί του πρώτες ύλες, πού είναι ύλες ζωής, στοιχειώδεις ύλες ζωής.*
*Δ.Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά. Αφηρημένο και συγκεκριμένο. Δύο ομιλίες και ένα επίμετρο, εκδ. Λωτός, Αθήνα 1986, σελ. 43