Καβαλιώτες Πεζογράφοι,

Ανθολογία Μεταπολεμικής Πεζογραφίας
σελ. 228, εκδ. Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας,
Καβάλα, 1985
Ανθολόγηση - Πρόλογος Διαμαντής Αξιώτης
Εισαγωγή Αλήξης Ζήρας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος 9
Εισαγωγή 13
ΦΩΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ  
(Μια φορά ήρθα και κάθισα κοντά στο Θεό) 23
(Τα πρώτα χρόνια) 33
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ 
(Στις φυλακές του Μάρεμπουργκ) 41
(FIN - ZWEI - DREI) 47
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ 
(Η πραγματική τους ιστορία) 55
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
(Ό εγκέφαλος κινείται ή μερικά αυθαίρετα επιχειρήματα από τον S. Dali για μια κοινότοπη άποψη περί εγκεφάλου)
67
(Το σύνδρομο του Baltnt) 70
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ 
(Τσίκ του τσίκ) 75
(Για να πετύχετε στη ζωή) 81
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ 
(' Επεισόδιο) 89
(Τα γεγονότα ήταν προκατασκευασμένα) 92
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ 
(Η Γλυκερία) 102
(Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη) 104
(Τα μαξιλάρια) 107
(Η ισπανική κιθάρα) 109
(Η κόκκινη σημαία) 112
(Τα πόδια) 116
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ 
(Το θαύμα) 118
(Η μεταμόσχευση) 129
ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 
(Το νύχι) 136
(Τεστ Gio) 142
(Κωδικοπληκτρονικά 2) 148
(Χωρίς αναλόγιο) 149
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ 
(Η Άννα του κλήδονα) 152
(Το πέρασμα της Γοργόνας) 160
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΚΡΑΤΣΑΣ 
(Οι γυναίκες, ήρθαν οι γυναίκες) 168
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΊΤΑΝΟΣ 
(Εννέα) 190
(Είμαι περίεργη χοντρή) 199
ΘΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ 
(Σαν την ταινία Ευδοκία) 206
(Δεν ήτανε κι ο μόνος) 213
ΑΒΡΑΑΜ ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ 
(Η κιβωτός) 217
(Το δένδρο και το σχοινί) 221






Πρόλογος



Με την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ: ΚΑΒΑΛΙΩΤΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ κλείνει ο κύκλος που άρχισε με την έκδοση ΚΑΒΑΛΙΩΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ το 1983. Ο Δήμος Καβάλας, μέσω της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του, πραγματοποιεί κι αυτή την έκδοση, παραδίδοντας, πιστεύω, ακόμα ένα βιβλίο-εργαλείο σε όποιον θελήσει να δει την ποιητική εκεί, και την πεζογραφική-εδώ, μεταπολεμική πορεία της Καβάλας.
Η πόλη αυτή, φορτωμένη Ιστορικές μνήμες, γέννησε κι έθρεψε, ή σ' άλλες περιπτώσεις, φιλοξένησε για αρκετό και δημιουργικό χρονικό διάστημα, αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους, που όμως δεν κατάφερε να κρατήσει κοντά της. Αποψιλωμένη σήμερα από ποιητές και πεζογράφους, περισσότερο, παρακολουθεί από μακριά την ανοδική τους πορεία και καταξίωση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η παλιά και μόνιμη κατάρα της επαρχίας. ' Ορφανεύει συνεχώς από δημιουργούς, που μοιραία, αναζητούν διεξόδους σε πρωτεύουσα και συμπρωτεύουσα. Δεν θα σχολιάσω εδώ το αν καλώς ή κακώς έπραξαν ποιά τα ευεργετήματα για αυτούς και ποιες οι επιπτώσεις για την οποιαδήποτε επαρχία. Θα δηλώσω όμως ευθύς, ότι και για τούτη την ανθολόγηση, χαρακτήρισα και έχρισα Καβαλιώτες Πεζογράφους «όλους αυτούς που γεννήθηκαν φυσικά στην Καβάλα και όλους εκείνους που έζησαν ένα αρκετό χρονικό διάστημα εδώ, που εργάστηκαν και προπάντων προβληματίστηκαν και δημιούργησαν σ' αύτη την πόλη». Που ίδρυσαν ή δραστηριοποιήθηκαν σε πολιτιστικά σωματεία, ανατρέποντας, παροδικά κάποτε, τον εφησυχασμό και το λίμνασμα αφήνοντας έτσι έργο που συχνά, μέχρι και σήμερα, γυρίζουμε το κεφάλι πίσω και το αποζητούμε.
"Ο χαρακτηρισμός αυτός, ίσως προκαλέσει αντιρρήσεις, για όσους βέβαια δεν γεννήθηκαν εδώ, άλλα απλά και μόνο «πέρασαν» απ' την πόλη μας, με την προοπτική να τους διεκδικήσει αύριο-μεθαύριο, για κάποια ανθολόγηση η πόλη που γεννήθηκαν. Και τότε θα γίνουν «τέκνα» δύο πόλεων. Και ίσως δεν διστάσουν να δώσουν αυτή την ευχέρεια μόνο σε ευρύτερες περιφέρειες, την Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη. Ίσως επικαλεσθούν την σύγχυση που θα δημιουργήσει μια τέτοια κατάταξη. Εδώ έχω να πω, ότι όσο κι αν αυτή η σκέψη στέκεται τετράγωνη, μετά την κοινή, τραγική διαπίστωση της ολοένα αυξανόμενης ορφάνιας μας, σαν χώρος του βορινού Αιγαίου, του τόσο μακρινού, σε σχέση με το κέντρο πάντα, την Αθήνα, βρίσκω πώς εδώ τέτοιου είδους προνόμια, εδώ παρόμοιες δεσμεύσεις, όσο κι αν αυτές ηχούν συναισθηματικά. Τα κέντρα έχουν τόσες επιλογές και περιθώρια, που δεν τα στερούμε πιστεύω σε τίποτα απ' την πνευματική χλιδή τους.
Έτσι δηλώνω πως η επιλογή έγινε με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, βασισμένα στη γνώση και την αγάπη μου πάνω στο ήδη εκδοθέν πεζογραφικό έργο των άνθολογουμένων, ενώ παράλληλα συμπεριλήφθηκαν και άλλοι που μόνο με το δημοσιευμένο μέχρι τώρα σε λογοτεχνικά περιοδικά έργο τους, μου δίνουν την πεποίθηση μιας συνέπειας και συνέχειας, μιας θέλησης να παγιώσουν την όποια φωνή τους. Για την κατάταξη στην Ανθολογία, τηρήθηκε η χρονολογική σειρά της πρώτης εμφάνισης-δημοσίευσης πεζογραφήματος του καθενός, Όπως εγώ γνώριζα και οπως οι ίδιοι διευκρίνισαν. Ακόμα, τηρήθηκε η ορθογραφία και ο τονισμός που ο καθένας ακολουθεί.

Πορεία

Περιορίστηκα στην ανθολόγηση του μεταπολεμικού διηγήματος, όχι μόνο γιατί γνωρίζω καλύτερα αυτόν τον χώρο, άλλα περισσότερο επειδή πιστεύω πως παρουσιάζει μοναδικό ενδιαφέρον. Θα επιχειρήσω εδώ μια πορεία με αναφορές στά λογοτεχνικά περιοδικά κυρίως, που θα μπορούσε να δώσει μια πλήρη εικόνα των συνθηκών που υπήρχαν και που κινήθηκαν οι περισσότεροι από τους άνθολογούμενους στα πρώτα τους εδώ βήματα. Οι «ΝΕΟΙ», περιοδικό με απόπειρες κυρίως νέων και συνεργασίες μη Καβαλιωτών, με έκδοτη τον Σ. Ταβλαρίδη, διευθυντή τον Γ. Παπαστεφάνου και επιμελητή τον ποιητή Γ.Ξ. Στογιαννίδη. Πραγματοποίησε 4 τεύχη το 1932. Η αναφορά στο παραπάνω περιοδικό έγινε, για να υπάρξει μια σύνδεση με τον χώρο που μας ενδιαφέρει εδώ, και για την εδραίωση της διαπίστωσης ότι οι ίδιοι άνθρωποι πάντα προβληματίζονται και προσπαθούν. Έτσι τον Νοέμβριο του 1958 εμφανίζεται το περιοδικό «ΕΝΝΕΑ ΟΔΟΙ» με έκδοτη τον Κ. Χερτούρα και επιμελητή και πάλι τον Γ.Ξ. Στογιαννίδη. Κι εδώ δεν συναντάμε Καβαλιώτικες φωνές που θα μπορούσαν να έχουν μια συνέχεια. Μέ συνεργασίες από Ξάνθη, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, πραγματοποιεί (αριθμητικά) 5 τεύχη μέχρι το 1959. Θα ήταν παράλειψη ίσως, αν δεν ανέφερα την «ΕΡΕΥΝΑ», μηνιαίο περιοδικό-εφημερίδα που από το 1951 και μέχρι το 1955 εκδίδει 44 τεύχη με έκδοτη τον Δ. Γλυφό, ώσπου να πάρει την μορφή της εβδομαδιαίας, δευτεριάτικης εφημερίδας. Έδώ πρέπει να τονίσω πώς εκείνη περίπου την χρονολογική περίοδο και αργότερα, τοπικές ημερήσιες εφημερίδες καθιερώνουν στήλες ή σελίδες λογοτεχνίας και φιλοξενούν επιφυλλίδες, χρονογραφήματα, κριτικά σημειώματα, ποιήματα και διηγήματα όσων θέλουν να εκφραστούν, που όμως δεν αντέχουν στο χρόνο. "Έτσι φτάνουμε στο 1962, χρονιά ορόσημο, όπου με έκδοτη τον φροντιστή Χάρη Κουτσάκο και επιμελητή τον Γ. Χουρμουζιάδη, εκδίδεται η «ΑΡΓΩ». Περιοδικό αξιόλογο, όπου συσπειρώνονται όλοι σχεδόν οι δημιουργοί του τόπου και πραγματοποιούν εδώ τις πρώτες τους δημοσιεύσεις. Διηγήματα των Ι.Δ. Ίωαννίδη, Πρ. Μάρκογλου, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου, Γ. Χουρμουζιάδη (αλφαβητική η αναφορά) συναντάμε στα 6 (αριθμητικά κι εδώ) τεύχη του καλού περιοδικού. 'Από εδώ και πέρα, το έδαφος καλλιεργήθηκε και η ανάγκη μιας συνέχειας επιβάλλεται, μέσα από το κατ' εξοχήν πνευματικό σωματείο της πόλης, τον «Σύνδεσμο Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών» που ιδρύθηκε το 1951 και που η δράση του και η προσφορά του σημαδεύει όχι μόνο την επαρχία της Καβάλας, αλλά χαίρει πανελλήνιας εκτίμησης και αναγνώρισης. "Έτσι το 1965 βλέπει το φως το πρώτο τεύχος της «ΣΚΑΠΤΗΣ ΥΛΗΣ». Η πρώτη συντακτική επιτροπή: Δ. Λαζαρίδης, Η. Παπαδημητρακόπουλος, Γ.Ξ. Στογιαννΐδης, Γ. Χουρμουζιάδης με την προηγούμενη θητεία της σε τέτοιου είδους απόπειρες και με τη γνώση των δυσκολιών που θα αντιμετωπίσει, κάνει το ξεκίνημα της με το αίσθημα της ναυτίας και δίνει το στίγμα της στο προοίμιο της πρώτης σελίδας σημειώνοντας: Βασικά ένα περιοδικό εκδίδεται για να παρακολουθήσει και να εκφράσει μαζί τις διαδοχικές θέσεις μιας πορείας πνευματικής. Νά διασαφηνίζει και καμιά φορά να δικαιολογεί. Στή συντακτική επιτροπή του δεύτερου και τελευταίου τεύχους, προστίθεται ο Π. Μάρκογλου. Σ' αυτά τα δύο τεύχη της «ΣΚΑΠΤΗΣ ΥΛΗΣ» συνυπάρχουν συνεργασίες των άγνωστων ακόμα στο ευρύ κοινό ντόπιων, μαζί με φτασμένους ήδη πνευματικούς ανθρώπους της Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Το περιοδικό αναγνωρίστηκε και χειροκροτήθηκε γιατί κατόρθωσε να ξεπεράσει τα επαρχιακά πλαίσια και να σταθεί επάξια δίπλα σε όμοια του του κέντρου και της συμπρωτεύουσας. Δεν ξέρω ποιά θάταν η πορεία του και που το φτάσιμό του, αν δεν υπήρχε η αναγκαστική φίμωση και το βίαιο σταμάτημα του 1967. Το Διοικητικό Συμβούλιο του «Συνδέσμου» διώκεται και παύεται, αντικαθιστώντας το διορισμένο συμβούλιο, υπηρεσιακό, διατηρώντας τυπικά το σωματείο με εκδηλώσεις ρουτίνας. Οι δημιουργοί, μοιραία σκορπίζουν. Εγκαταλείπουν την Καβάλα, αναζητώντας καλύτερη επαγγελματική και πνευματική τύχη στα δυό μεγάλα κέντρα.
Και το 1977 μετά από προσπάθειες και αγώνες που η αναφορά τους ταιριάζει σ' όλους χώρους, ξαναβρίσκει το πνευματικό σωματείο τους φυσικούς του συνεχιστές, όπου με αγάπη και πάθος, απ' την αρχή δημιουργούν Κινηματογραφική Λέσχη, Θεατρικό Εργαστήρι και εκδίδουν και πάλι το περιοδικό του Συνδέσμου, την «ΣΚΑΠΤΗ ΥΛΗ» της Β' περιόδου, το 1978. Με τη μορφή του ετήσιου πλέον έντυπου, συνεχίζει μέχρι και σήμερα, πραγματοποιώντας επτά εκδόσεις, όπου στις σελίδες του συναντιούνται όλοι σχεδόν οι παλιοί Καβαλιώτες δημιουργοί, μαζί με νέους της πόλης, που γρήγορα ξεχωρίζουν και συνεχίζουν την πνευματική ιστορία αυτού του τόπου. Άλλα περιοδικά της πόλης και της περιοχής της που επιχειρούν σήμερα το δικό τους παρόν, είναι: τα «ΘΑΣΙΑΚΑ», περιοδική έκδοση της Θασιακής Ένωσης Καβάλας, που με επιμελητή τον Κ. Χιόνη, παρουσίασε από το 1984 δύο ετήσια τεύχη, με στόχο του να διαφωτίσει το ιστορικό κυρίως παρελθόν τού νησιού, με εργασίες που στηρίζονται σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό, που προάγει την έρευνα πάνω σε θέματα ιστορικά, λαογραφικά και γλωσσολογικά. Το «ΚΟΥΦΟΚΑΣΤΡΟ» του Μορφωτικού "Εκπολιτιστικού Συλλόγου Θεολόγου Ποτού Θάσου «Χατζηγιώργης» με επιμελητή τον Σ. Γερακούδη, έφτασε τα 22 διμηνιαία τεύχη με συνεργασίες Καβαλιωτών και ντόπιων κυρίως συνεργατών. Η «ΑΠΟΨΗ», περιοδική έκδοση για τον κοινωνικοπολιτικό και τον πολιτιστικό προβληματισμό, στα 2 μέχρι σήμερα τεύχη του, εκδόθηκε από ομάδα νέων παιδιών, που επιχειρούν τη δική τους άποψη.
και
Ευχαριστώ κι εδώ τούς πεζογράφους που πρόθυμα όλοι τους ανταποκρίθηκαν και τον κριτικό Αλέξη Ζήρα που βοήθησε στην ολοκλήρωση αυτής της Ανθολογίας με την λεπτομερή ΕΙΣΑΓΩΓΗ του.

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ






Εισαγωγή

Τα πρόσωπα της πόλης και η περιήγηση των πολιτών της

Τι είναι αυτό που έχοντας τη θέση συνδετικού ιστού οδήγησε στη συστέγαση, στις σελίδες του ίδιου βιβλίου, δεκατεσσάρων πεζογράφων από την Καβάλα; Ο κοινός τόπος γέννησης, τελικά, δεν είναι και τόσο καθοριστικός παράγοντας. Για να το δούμε αντίστροφα: περισσότερο θα έλεγα πως είναι τα ίχνη μιας συλλογικής παράδοσης αυτά που επιδρούν και διαμορφώνουν τις ατομικές συνειδήσεις. Αν υπάρχουν αυτά τα ίχνη στο ιστορικό παρελθόν της πόλης, εξακολουθούν, με τρόπο σχεδόν μοιραίο, να εκλύουν ενέργεια, παρακινώντας, έστω και βραδυφλεγώς, σε μια σύμπραξη και συνεύρεση με ό,τι ονομάζουμε σχηματικά ζωή μιας πόλης. Γιατί ποιος μπορεί, άραγε, να αυτό που βλέπουμε, μέσα από την τωρινή μορφή της, και ότι ταυτόχρονα δεν ζει με τα διαδοχικά σχήματα που ως τώρα πήρε μέσα στο χρόνο; Διευρυμένη ή συρρικνωμένη; Δεν έχει και τόση σημασία. Αλλοιωμένη, ως προς τον τρόπο ζωής που πρότεινε; Η αλήθεια είναι πως έχουμε γνωρίσει αρκετές πόλεις της Ελλάδας -από την Καστοριά και το Βόλο ως τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη- όπου οι φυσιογνωμικές μεταλλαγές τους ουδετεροποίησαν αυτό που ορισμένοι λένε πρόσωπο της πόλης.
Ποιό είναι το πρόσωπο της σημερινής Καβάλας; Ποιο ήταν το πρόσωπο της Καβάλας στις δεκαετίες του '20, του '30 ή του '60; Αυτά τα διαδοχικά πρόσωπα (ή μήπως προσωπεία;) μας ενδιαφέρουν, όχι επειδή έχουν μνημειωθεί στις σελίδες κάποιου διηγήματος αλλά γιατί όρισαν το ζωτικό χώρο που μέσα του κινήθηκαν, για μικρά ή για μεγάλα διαστήματα χρόνου, οι δεκατέσσερις -και ίσως όχι μόνο αυτοί- πεζογράφοι. Και από τη δική του τη μεριά, ο ζωτικός χώρος πλάστηκε από δεκάδες περιστατικών - ο πρώιμος σχετικά με άλλες πόλεις αστικός μετασχηματισμός, η έντονη παρουσία του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού, η άνοδος και η παρακμή της πόλης ως οικονομικής δύναμης, η καλλιτεχνική άνθιση και ο μαρασμός, ο οικιστικός και αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, η παράλια θέση της πόλης.
Και οι δεκατέσσερις πεζογράφοι που συνοικούν σ' αυτή την ανθολόγηση κειμένων τους, μονιμότεροι ή παροδικοί κάτοικοι της πόλης, μπορούν να παραταχθούν στη μεριά της μοντέρνας αντίληψης για τον αφηγηματικό λόγο. Ακόμα και η οριακή, από μια άποψη, περίπτωση του ηθογραφικού διηγήματος «Οι γυναίκες, ήρθαν οι γυναίκες» του ΣΤ. Βακρατσά, όπου η τήρηση του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος μας προσανατολίζει στη γραμμή μιας παράδοσης της επαρχιακής ηθογραφίας, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζουμε από το 1880 και εδώ, ακόμα και αυτή η ακραία σχετικά περίπτωση μας αποκαλύπτεται αρκετά σύγχρονη, αν τη δούμε προσεκτικά. Είναι ένα διήγημα που όχι μόνο δεν παρουσιάζει κάποια εξωραϊσμένη περιγραφή του εξωτερικού τοπίου και των χαρακτήρων, αλλά, αντίθετα, αναπαριστώντας την εποχή μεταξύ των δυο πολέμων ενδιαφέρεται κυρίως για τον εσωτερικό αντίκτυπο που έχουν οι αλλαγές των κοινωνικών ηθών.
Η χρησιμοποίηση μιας ιδιωματικής γλώσσας με κάνει να συνδέω το διήγημα του Στ. Βακρατσά με την αφηγηματογραφία του Φ. Πράσινη, έστω και αν ανήκουν σε τελείως διαφορετικές γενιές, μια αφηγηματογραφία που εξωθεί τον κριτικό να πει αποφθεγματικά -γιατί όχι;- ότι σπάνια έχει αναγνωρίσει τόσο ανεπτυγμένη αίσθηση του μέτρου στους διηγηματογράφους της γενιάς του ' 30, τους συνομηλίκους δηλαδή του Φ. Πράσινη. Η αφήγηση παίρνει μια επική χροιά καθώς ο συγκινησιακός τόνος της βρίσκεται διαρκώς σε έξαρση, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν λέξεις και εκφράσεις ιδιωματικές δίνουν μια επιπρόσθετη γοητεία στο αφήγημα. Αν την πλαστικότητα, που παραμένει αμείωτη ως το τέλος του κάθε διηγήματος, τη δούμε σε συνδυασμό με τον ποιητικό λυρισμό ίσως θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε και τις συγγένειες του άγνωστου στο πλατύ κοινό πεζογράφου: είναι η λογοτεχνία των βόρειων χωρών και ειδικότερα οι Σκανδιναβοί μυθιστοριογράφοι, όπως άλλωστε υπαινίσσεται και ο ίδιος ο Φ. Πράσινης στο διήγημα «Τα Πρώτα Χρόνια». 'Οσο όμως και αν η φροντίδα για την πλαστικότητα της αφήγησης προδίδει το ενδιαφέρον του συγγραφέα για μια λογοτεχνία όπου το στοιχείο του μύθου είναι σε πρωτοκαθεδρία, η επιμονή του, από την άλλη μεριά, να προσφέρει άφθονες χαρακτηρολογικές πληροφορίες δείχνει και τη φροντίδα του να γειώνει όλο τον κόσμο του διηγήματος, ορίζοντας του τις συνθήκες της εποχής μέσα στην οποία αναπαριστάνεται.
Η αναπαράσταση της πραγματικότητας γίνεται πολύ περισσότερο ρεαλιστικά στα διηγήματα του Λευτέρη Νεγρεπόντη• όχι μόνο γιατί το κάθε διήγημα είναι βασισμένο σε κάποιο επώδυνο βίωμα του συγγραφέα" γραμμένο ακριβώς για να μνημειώσει, να κρατήσει σε εγρήγορση τη μνήμη του συγγραφέα και τη συνείδηση του αναγνώστη- αλλά επιπλέον γιατί η πολιτική πράξη που ενεργεί ο διηγηματογράφος μόνο με τη συνεπή ανασύνθε-ση του περιστατικού που έζησε μπορεί να δικαιωθεί ηθικό. Τούτο βέβαια δε σημαίνει καθόλου ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αφήγημα που για να διατηρήσει την εγκυρότητα της ιστορίας θυσιάζει τη λογοτεχνικότητα του. Διαβάζοντας, λ.χ., το «Στις φυλακές του Μάρεμπουργκ» διαπιστώνουμε αμέσως ότι η παρέμβαση της φαντασίας του αφηγητή είναι έντονη, από την αρχή ως το τέλος, όχι όμως για την απογείωση της ατμόσφαιρας του κειμένου αλλά για να τονιστούν, επίτηδες, περισσότερο δραματικά οι διαφορές ήθους ανάμεσα σε κρατούμενους και κρατούντες, ή, ακόμα, για να εξαρθεί η συμπόρευση του πολιτικού ιδεώδους που κατέχει τους εκτοπισμένους στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, με τη «φιλοσοφία» περί ζωής και θανάτου που έχουν και που η υλοποίηση της, ως λόγος και ως καθημερινή δράση, έχει τη λιτότητα της κλασσικής τραγωδίας.
Η έξαρση του ηρωισμού και της αγωνιστικότητας είναι μετριασμένη, σχεδόν αθέατη στα πεζογραφήματα του Πρόδρομου Μάρκογλου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η πολιτική, και μάλιστα στις πιο οξείες ιδεολογικές της αντιθέσεις, παίζει κάποιον δευτερεύοντα ρόλο. Αντίθετα, η έλλειψη συγκινητικά δοσμένων στιγμιότυπων και εικόνων καθιστά περισσότερο πυκνή σε ένταση την περιγραφή. Πυκνή όμως είναι και η δράση στα δυό διηγήματα που διαβάζουμε εδώ ακόμα και στις φαινομενικά στατικές περιηγήσεις σε εσωτερικούς χώρους σπιτιών, ακόμα και σ' αυτή τη λεπτομερειακή εξέταση των αντικειμένων και των εξωτερικών γνωρισμάτων που έχουν οι ανθρώπινοι τύποι, ο αναγνώστης αισθάνεται, όπως -γιατί όχι;- σε μια αστυνομική ιστορία, το ταραγμένο υπόστρωμα μιας επίπλαστα γαλήνιας επιφάνειας. Αυτή η αποστασιοποίηση, αυτός ο «ψύχραιμος» τρόπος περιγραφής κρίσιμων καταστάσεων μοιάζει με το μάτι της κινηματογραφικής μηχανής που αποτυπώνει αδέκαστα, με ακρίβεια και πιστότητα, αφήνοντας τον θεατή να κάνει τη δική του σύνθεση με τα στοιχεία που του έχουν δοθεί: η αμέσως μετά τον πόλεμο περίοδος, η πολιτική μισαλλοδοξία ταυτισμένη με την εθνικοφροσύνη, ο υπόκοσμος που έχει αναλάβει την περιφρούρηση του νόμου και της τάξης. Οι προσωπικές μνήμες έχουν πρωτεύοντα ρόλο στον Πρ. Μάρκογλου, καθώς όμως πρόθεση του είναι να αναπαραστήσει ευρύτερα τη μετεμφύλια εποχή, το εγώ του συγγραφέα υποχωρεί μπροστά στην ιδεολογικοποιημένη, αναπλαστική λειτουργία της φαντασίας. Κάτι που βέβαια περιορίζεται κατά πολύ αν δούμε τη σχέση του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου με τα ίδια τα κείμενα του. Η μνήμη δεν έχει εδώ τον πρώτο και κυρίαρχο ρόλο- το αρχικό βίωμα που συνήθως βρίσκεται στην παιδική ή στη νεανική ηλικία μεταβάλλεται σε αναδημιουργό δύναμη, έτσι ώστε μέσα από την κυρίως αφήγηση να παρακολουθούμε την εξέλιξη μιας ή περισσότερων επιμέρους αφηγήσεων. Ο παρεκβατικός αυτός λόγος, που συναντάμε συχνά σε συγγραφείς που δίνουν ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο λειτουργίας της μνήμης -όπως λ.χ. ο Νίκος Καχτίτσης, ο Ν.Γ. Πεντζίκης, ο Γ. Ιωάννου- όχι μόνο αναθερμαίνει τη φαντασία, γονιμοποιώντας έτσι συσχετισμούς ανάμεσα σε ξεχασμένα περιστατικά ή αφυπνίζοντας μισοσβυσμένες από το χρόνο εικόνες, αλλά και δίνει τη δυνατότητα στον πεζογράφο να ανοίγεται σε απροσδόκητους συνειρμούς -όπως στο διήγημα «Τα Μαξιλάρια». Ωστόσο η γοητεία των αφηγημάτων του Κ. Χ. Παπαδημητρακόπουλου δεν βρίσκεται καθώς νομίζω, ούτε στο ότι αναπολεί το παρελθόν (άλλωτε απο την αναπόληση λείπει σχεδόν ολοκληρωτικά η νοσταλγία), ούτε σ' αυτά τα ίδια τα θέματα από τα οποία ξεκινούν οι επάλληλοι κύκλοι των διηγημάτων του. Ό,τι θέλγει είναι ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται οι αναπαραστάσεις των βιωμάτων του συγγραφέα, δηλαδή η λεπτή ειρωνεία και το χιούμορ που όχι σπάνια έχουν καταλυτική σημασία όταν με αυτά μνημονεύεται η σοβαροφάνεια, η αφέλεια και η ανοησία.
Το χιούμορ ωστόσο είναι ένα υφολογικό χαρακτηριστικό που δεν σπανίζει καθόλου και σε άλλους πεζογράφους, όπως για παράδειγμα στον Ι.Δ. Ιωαννίδη και στον Γ. Χουρμουζιάδη. Αν όμως στον πρώτο βλέπουμε να επινοούνται, με μια χαρακτηριστικά λιτή και επιγραμματική έκφραση (βλ. το διήγημάτου «Για να πετύχετε στη Ζωή...», σύγχρονες ηθογραφίες, όπου η κωμική και η τραγική διάσταση είναι συχνά όψεις της ίδιας καθημερινής πραγματικότητας, στον Γ. Χουρμουζιάδη δεν υπάρχει ανάγκη καταφυγής στην εξ υπαρχής μυθοπλασία για να κατασκευαστεί το αφήγημα. Εδώ υπάρχει μια τέτοια συσσώρευση προσωπικών εμπειριών που περιμένουν την εκμετάλλευση τους, ώστε η φαντασία του συγγραφέα λειτουργεί μόνο βοηθητικά, τονίζοντας λ.χ. το σκηνικό των ιστοριών του από την Κατοχή, ή αναδημιουργώντας τις πρώιμες ερωτικές αισθήσεις των παιδικών χρόνων του. Αλλά και στους δυό πεζογράφους η σκωπτική διάθεση θα έλεγα πως είναι προπέτασμα της όλης στάσης τους απέναντι στον κόσμο. Πραγματικά, περισσότερο στον Γ. Χουρμουζιάδη και λιγότερο στον Ι.Δ. Ιωαννίδη, το χιούμορ καλύπτει αυτό που υπάρχει διαρκώς στο υπόστρωμα της αφήγησης και που είναι η αίσθηση της ανθρώπινης φθοράς, μια αίσθηση που αποκτούμε ακαριαία, όταν αρχίζουμε την ανάγνωση του «Για να Πετύχετε στη Ζωή...», και βαθμιαία με το διήγημα «Το Θαύμα»..
Το στοιχείο της φθοράς, πάντως, δεν λείπει και από τα πεζά του Διαμαντή Αξιώτη, ιδιαίτερα μάλιστα από το διήγημα του «Η Άννα του Κλήδονα» όπου η σκωπτική διάθεση -από τα βασικά υφολογικά χαρακτηριστικά του ηθογραφικού είδους- πολύ γρήγορα υποχωρεί για να δώσει τη θέση της στο ιλαροτραγικό επεισόδιο της φάρσας των παιδιών. Αν και το διήγημα αυτό είναι βασισμένο σε υλικό των προσωπικών αναμνήσεων του συγγραφέα, η αναδρομή στο παρελθόν, μέσω της μνήμης, δεν κατευθύνεται από κάποια ειδικότερη οπτική, από την τάση λ.χ. να διαμορφωθεί μια προσωπική μυθολογία, όπως στην περίπτωση του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου ή του Βασίλη Βασιλικού. Το ενδιαφέρον για μένα του πεζογράφου Δ. Αξιώτη βρίσκεται μάλλον στο δεύτερο διήγημα που ανθολογείται σ' αυτό το βιβλίο, «Το Πέρασμα της Γοργόνας», όπου η ατομική μνήμη «επικυρώνεται» κατά κάποιο τρόπο με τη μέθεξη της στον συλλογικό μύθο του Μεγαλέξανδρου. Η λυρική ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου σ' αυτό το διήγημα, παρά τη μεγάλη πυκνότητα της, έχει τη δυνατότητα να μας εισαγάγει σ' αυτό που ήδη έχει γίνει κατορθωτό από τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής: στην πλοκή της προσωπικής με τη διαπροσωπική μυθολογία.
Αν δούμε αυτό το τελευταίο σχήμα από μια ορισμένη άποψη τότε θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι ο Β. Βασιλικός, έχοντας αρκετά πρώιμα αποδεσμευτεί από τα όρια της συμβολικής πεζογραφίας, προσανατολίστηκε σε μια μορφή αφήγησης όπου η συλλογική πραγματικότητα, η ιστορία με κάθε όψη της, καλεί τον συγγραφέα να στρατευτεί στην αντιπαράθεση του παλιού με το καινούργιο, του συμβατικού με το ανατρεπτικό. «Η Πραγματική τους Ιστορία» είναι ένα από τα πολλά αφηγήματα που έχει ως πρώτη ύλη του κάποιο προσωπικό βίωμα του Β. Βασιλικού και που με διαρκείς αναγωγές στις συνθήκες του ' 60 και του ' 70 αποκτά διαστάσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις των πρωταγωνιστών της ιστορίας να ορίσουν την τύχη τους. Έτσι το συλλογικό βαραίνει αποφασιστικά πάνω στο προσωπικό και ατομικό, και με βάση τη συλλογιστική αυτή θα πρέπει να δούμε τη στροφή του πεζογράφου, από ένα σημείο και πέρα, προς μια λογοτεχνία που δεν δικαιώνεται μέσα από την αναζήτηση της λογοτεχνικότητας της, αλλά μέσα από μια γλώσσα, ένα ιδίωμα που έχει ως ιδεώδες την είσπραξη του από το μεγάλο κοινό. Ακόμα και η φωτογραφία, ένα από τα κύρια στοιχεία-σύμβολα της πεζογραφίας του Β. Βασιλικού, που επανέρχεται και σ' αυτό το διήγημα, είναι το μέσο αναπαραγωγής της πραγματικότητας που συνήθως δεν την εξωραΐζει αισθητικά αλλά έχει ως βασική αποστολή του τον έλεγχο των σημείων της.
Για τον Γιώργο Χειμώνα δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν θέλει να εξωραΐσει, να συντηρήσει ή να ανατρέψει τις συμβάσεις της «παραδοσιακής» τάξης του λόγου. «Το Σύνδρομο του Balint», που δημοσιεύεται σ' αυτή τη συλλογή πεζογραφημάτων, είναι ένα κείμενο που φέρει πάνω του τα βασικά χαρακτηριστικά της μορφολογίας την οποία άρχισε να διαπλάθει ο Γ. Χειμώνας από το «Μυθιστόρημα» και έπειτα. Θα το προσδιόριζα ως κείμενο που ενώ διατηρεί ανοιχτές τις προσβάσεις του για να κατακτηθεί από τον αναγνώστη, την ίδια στιγμή αρνείται οποιαδήποτε ολοκλήρωση. Αυτή η αντίσταση απέναντι σε προσπάθειες να παραβιαστούν οι πόρτες του, με τη χρήση κλειδιών δοκιμασμένων σε άλλης μορφής κείμενα, είναι και η συνεχής επιβεβαίωση της ύπαρξης μιας άλλης τάξεως του λόγου, μιας τάξεως που δεν εκφράζεται από καμιά εσωτερική συνέπεια του έργου, δηλαδή του κειμένου, αλλά από το λόγο των άπειρων δυνητικά μερών του. Πώς είναι δυνατό να ολοκληρωθεί ένα έργο, μια φράση, μια πράξη, μια κίνηση, όταν για το καθένα και την καθεμιά υπάρχει μια αρμονία της διαφοράς, μια ενότητα της ασυμμετρίας; «Το Σύνδρομο του Balint» είναι ένα διαμελισμένο κείμενο, όπως και όλα τα γραπτά του Γ. Χειμώνα, που δεν οφείλει πουθενά το διαμελισμό του.
Σπαράγματα μοιάζουν πια τα γραπτά του Σ. Παπαδημητρίου. Εδώ όμως, παρά τις σημαντικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική του κειμένου και στην υφολογική του αποτύπωση, αυτά τα κείμενα-προτάσεις που θέλουν να διεκδικούν τον αιρετικό χαρακτήρα της αυτοσχεδιαζόμενης λογοτεχνίας διατηρούν μια ενότητα -όσο κι αν αυτή φαίνεται αθέατη- με τα ως το 1975 «συμβατικά» πεζά. Ποιά σχέση μπορεί να έχει «Το Νύχι», λ.χ., ένα διήγημα του 1963, με το «Χωρίς Αναλόγιο» του 1984; Η αγωνία για το αποσπασματικό που δεν ολοκληρώνεται είναι διάχυτη και στα δύο κείμενα, έστω και αν πέρασαν στο μεταξύ είκοσι χρόνια. Έχω τη γνώμη ότι, όπως και στην περίπτωση του Γ. Χειμώνα, πίσω από αυτό τον πόθο για ένα σύστημα ζωής (και έκφρασης) απόλυτα ανοιχτό υπάρχει η μεταμφιεσμένη ανάγκη να προσεγγιστεί ο λόγος του απόλυτου. Από αυτή την άποψη σίγουρα δεν έχουμε να κάνουμε με μια λογοτεχνία πλασμένη για να τέρπει και να απολαμβάνει-περισσότερο θα την έβλεπα ως μια τέχνη του λόγου που προσπαθεί να ξανακαθορίσει τα όριά της -ή μήπως να ορίσει την αυτονομία της;- σκεπτόμενη σοβαρά πάνω σ' αυτό. Ως έκφραση όμως βιωμάτων του δημιουργού του «Το άλλο πιάνο» (1984) δεν απέχει και πολύ από τους δαιμονισμούς που κατοικούσαν το συγγραφέα του «Ασανσέρ» (1969). Είναι ο συνδετικός ιστός που λέγεται ελεγχόμενο πάθος ή συνειδητός αυτοπεριορισμός, μια βιωματική ανάγκη να διαχέεται η συναισθηματική ένταση περισσότερο στα αντικείμενα παρά στα πρόσωπα- μια αίσθηση που τρέφει τον εαυτό της στο βαθμό ακριβώς που ξοδεύεται.

     Η ευρηματικότητα δεν είναι το μικρότερο προτέρημα του Γ. Γαϊτάνου. Και αυτός χρησιμοποιεί την ειρωνεία ως στοιχείο έκφρασης που υπονομεύει τα συμβατικά ήθη, ενώ οι κινηματογραφικοί διάλογοι και η πυκνή πλοκή θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ενδιαφέροντα δείγματα μυθιστορήματος πολιτικής δράσης, αν δεν παρεμβάλλονταν υπερτονισμένοι θεωρητικοί σχολιασμοί. Αρκετά ζωντανό και γραμμένο με χιούμορ είναι, ακόμα, και το διήγημα του Θ. Γρηγοριάδη «Σαν την Ταινία "Ευδοκία"», με σωστές αναλογίες και χωρίς καθόλου χάσματα. Τέλος, τα διηγήματα του Αβρ. Χατζηανέστη κινούνται σε μια ατμόσφαιρα παραβολική, όπου όλο το τοπίο της αφήγησης είναι δεμένο με μια ενορατική σύλληψη του κόσμου και όπου τα «αντικείμενα» ή οι «μορφές» αποτελούν σύμβολα ενός συστήματος υπερβατικής σκέψης.

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ




 

<<Αρχική Σελίδα