Ο Γιώργος Χειμωνάς επιστρέφει στην Καβάλα. Εδώ θέλει να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Για τίποτα άλλο άξιος δεν είναι για τίποτα ικανός. Επιθυμεί να τελειώσει εδώ, να μην ακουστεί η φωνή του από κανέναν. Παρά μόνο από τους καινούργιους φίλους του από αυτή την πόλη, που τους πίστεψε. Έχει ανάγκη να τους πιστέψει. Να τους μιλήσει για τις τέσσερις αισθήσεις της πρώτης του ζωής:
Την Φαντασμαγορία, το Φόβο, τον Έρωτα, τον Κλέφτη.
Δ. Α.
- Με λένε Θαυμασία!
Μια μέρα στο
λεωφορείο ένας όμορφος μόρτης με ρώτησε:
- Πως σας
λένε θαυμασία μου!
- Θαυμασία! του αποκάλυψα το μικρό μου όνομα.
- Ω.!
απόρησε με ένα πελώριο στόμα.
- Αλλά οι φίλοι με φωνάζουν Θαυμαστή, του χαμογέλασα και κατέβηκα στη στάση του.
Θα σας
διηγηθώ μια ιστορία.
Αφού, ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει πει μια ιστορία. Το
μοναδικό χρέος που αναγνωρίζω
σ' έναν άνθρωπο, είναι να αφηγηθεί μια ιστορία, όπως έλεγε εκείνος ο
Χειμώνας που τον έλεγαν Χειμωνά!
Τότε που
επέστρεψε στην πόλη του, που είναι και δική μας πόλη.
Για τίποτα
άλλο άξιος δεν είμαι για τίποτα ικανός.
- Από την
Καβάλα, όπου γεννήθηκα, έφυγα τριών χρονών, άρχισε. Όταν όλη η οικογένεια
εγκαταστάθηκε οριστικά στην Θεσσαλονίκη. Από αυτήν την σύντομη πρώτη μου ζωή
κράτησα Τέσσερις Αισθήσεις που αργότερα αναπτύχθηκαν σε μόνιμες
συγκινησιακές λειτουργίες. Αυτές, πιστεύω, όρισαν τους τρόπους μου να ζω ως
σήμερα:
Η Φαντασμαγορία, ο Φόβος, ο Έρωτας, ο Κλέφτης.
Ήταν
Φεβρουάριος, θυμάμαι, του 1989
Και εγεννήθη η πρώτη αίσθηση.
- Εδώ
γεννήθηκε η πρώτη αίσθηση, είπε λάμποντας.
Η
Φαντασμαγορία.
Δεν μπορεί
να είναι άλλη, αποφάσισα. Στα μάτια ενός παιδιού τριών χρονών που βλέπει στα
δάχτυλά του μια υγρασία όμοια με τρυφερές, βασιλικές θωπείες· δεν είναι άλλη.
- Δεν είναι άλλη, είπε και σήκωσε το χέρι να μ' αγγίξει.
Ήταν Φεβρουάριος
και κρυώναμε στην πόλη μας. Και τις άλλες φορές που ήρθε μετέπειτα στην πόλη
του ήταν Χειμώνας και Φεβρουάριος. Λες και διάλεγε αυτόν τον μήνα, τον έβαζε
στόχο και τον σημάδευε. Τον προκαλούσε να είναι αυτός ο τελευταίος του.
Ήρθε ντυμένος
στα μαύρα, με ένα πελώριο μακρύ μαύρο παλτό που σερνόταν καταγής. Μακρύ μαύρο
κασκόλ γύρω από το λαιμό που ανέμιζε και πάλλονταν. Πρόλαβα και είδα τα κρόσσια
του τριμμένα. Τρίβονταν στους κυβόλιθους του λιμανιού. Ένα μαύρο ναυτικό
καπέλο στο κεφάλι. Ήταν απ' αυτά που δεν συμπαθώ. Ποτέ δεν συμπάθησα τα ναυτικά
καπέλα, εξόν όταν τα φορούν ναυτικοί.
ήμουν έτοιμη
να τον αντιπαθήσω.
- Γιατί το
φοράτε; τον ρώτησα ενοχλημένη.
Κι εγώ ήμουν
έτοιμη να τον ερωτευτώ από την αρχή.
Σεργιανίσαμε
στον κεντρικό δρόμο της πόλης με τα εμπορικά καταστήματα και τα σινεμά. Το
έκανα επίτηδες για να με δουν μαζί του. Να βαδίζω δίπλα του και να μου μιλάει.
Είλκυε τα βλέμματα των περαστικών. Τον θαυμασμό όλων.
Από τα
εμπορικά καταστήματα βγήκαν να τον δουν οι μαγαζάτορες, οι υπάλληλοι, από κοντά
και οι πελάτες.
- Ξένος;
παραξενεύτηκε μία κυρία της συνοικίας του Αγίου Ιωάννη, με λουλακί μαλλιά, στο
λαιμό κολιέ από μαργαριτάρια.
- Δεν είναι
ξένος, την πληροφόρησε μία άλλη της ίδιας συνοικίας με τα αρχοντικά και τα
ξεφτισμένα. Γνωρίζω τους γονείς του. Έρχεται από αλλού. Τον είδα τη νύχτα που
έψαχνε στα σκουπίδια. Σε ερείπια της παιδικής του ηλικίας.
Χειμώνας και
η πόλη υποδέχθηκε τους καλεσμένους της με κρύο και ψιλή βροχή. Λίγο χθεσινό
χιόνι, βρώμικο.
- Ψιχαλίζει
όμορφα σ' αυτή την πόλη, είπε και έστρεψε το πρόσωπο στον ουρανό.
- Μ' αρέσει
η βροχή, είπε· η βροχή την νύχτα. Το βρεγμένο χώμα
μυρίζει όμορφα. Από παιδί μου άρεσε η μυρωδιά της βρεγμένης γης. Η υγρασία, να
αγγίζω τους υγρούς τοίχους των καπνομάγαζων, να μυρίζω την πίκρα του καπνού στα
κιτρινισμένα δάχτυλα. Μ' αρέσουν οι πράσινες χορταριασμένες πέτρες στα γεφύρια.
Το νερό. Τα χνωτισμένα παράθυρα που σκεπάζουν τα
πρόσωπα των ανθρώπων.
Το πρόσωπό
μου σκεπασμένο. Αγγίζω την υγρασία του, τον θαυμάζω.
- Θέλω να
γίνω φίλη σας, του λέω δειλά.
..
- Κάντε με
φίλη σας, εκλιπαρώ τη φιλία του.
..
- Να πάμε
στο σπήλαιο του Μααρά, του προτείνω μια βέβαιη
υγρασία. Να πάμε στα νερά.
Σιωπή. Ούτε
ναι ούτε όχι. Όπως συμβαίνει στην απόρριψη.
- Στις
φλέβες της Σκαπτής Ύλης, προχωρώ σε υπόγεια πρόταση.
- Αργότερα,
υπόσχεται. Όταν μάθω να σκάβω.
- Να
περάσουμε απέναντι στο νησί, επαυξάνω τη δόση των νερών. Μαζί με τη φίλη σου
Μαριέττα, λέω για να τον δελεάσω. Να βρούμε τον πίνακα που ζωγράφισες. Τον
ονόμασες - θυμάσαι; - Η Θάσος στην βροχή.
- Αργότερα,
αργότερα, επαναλαμβάνει την υπόσχεση. Όταν μάθω να κολυμπώ.
Στο λιμάνι
που βαδίζαμε δεν υπήρχε ψυχή. Η βροχή είχε ξεπλύνει τα τελευταία βήματα, το
παλιό χιόνι. Ένας σκύλος μας ακολουθούσε. Έφερνε βόλτες μπρος πίσω, μπερδευόταν
στα πόδια μας· παραλίγο να πέσω. Έγλυφε το δέρμα
από τις μπότες μας και ορμούσε στην προκυμαία. Επέστρεφε και ορμούσε απ'
την αρχή, να πέσει στο νερό. Απειλούσε να αυτοκτονήσει.
-
Αυτοκτονούν τα σκυλιά; [!] απόρησα.
-
Αυτοκτονούν, με βεβαίωσε. Όταν είναι μαγεμένα.
- .!!!
- Θυμάσαι
τις χορταριασμένες πέτρες στα γεφύρια; δοκίμασε τη μνήμη μου.
Κι εγώ
θυμήθηκα τις πράσινες πέτρες.
- Η Γιασεμή
άντεξε τον γάμο της ένα χρόνο, άρχισε την αφήγηση ενός μύθου που μόνο Εκείνος
γνώριζε. Τον δεύτερο έπεσε από τη γέφυρα. Το ποτάμι ήταν φουσκωμένο, μέρες
έβρεχε ασταμάτητα. Στην πτώση την ακολούθησε ο πιστός της σκύλος. Τζάμπα την
αναζήτησαν σε περάσματα και ρουφήχτρες, σε όλο το Αιγαίο. Γρήγορα άρχισαν να
κυκλοφορούν παράξενες ιστορίες. Έλεγαν πως στη γέφυρα έστηναν χορό οι άγγελοι
με τα τέρατα, οι νύμφες με τα ξωτικά. Περαστικοί άκουγαν τραγούδια, μουσική από
βιολιά. Τότε ήταν που άρχισαν οι αυτοκτονίες των σκύλων. Τουλάχιστον πενήντα
σκυλιά έχασαν τη ζωή τους, όταν για κάποιο ανεξήγητο λόγο πήδηξαν μαγεμένα από
το στηθαίο της γέφυρας. Όσα στάθηκαν τυχερά και γλίτωσαν από την πτώση,
επέστρεψαν και ξαναπήδηξαν. Με βροχή. Οι χωρικοί λένε πως στο θάνατο τα
παρασέρνει το φάντασμα της Γιασεμής, που επιστρέφει με τη βροχή. Οι πράσινες
πέτρες, λένε, είναι μαγεμένες.
- Τι καλά
που δεν έχω σκυλιά, ανακουφίζομαι. Τι καλά που τα μισώ.
Οι
σημαντικότεροι των Γραμμάτων στην πόλη μας, με κρύο, ψιλή βροχή και παλιό
χιόνι. Είκοσι, σχεδόν, χρόνια πριν. Η πόλη γιορτάζει. Φωταγωγείται και
τους υποδέχεται φωταγωγημένη.
Με
φιλοπαίγμονα διάθεση και με την οικειότητα που αναπτύχθηκε μεταξύ μας ονομάσαμε
την άφιξή τους «Το Πούλμαν της Χαράς». Περιοδεύον θίασος,
επιφανής.
Η αίθουσα
του αναγνωστηρίου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης αποδεικνύεται ιδανική για την
ιστορική φωτογράφηση. Πέντε συγγραφείς, ένας κριτικός και η υπεύθυνη του
Υπουργείου Πολιτισμού. Στην αίθουσα υπάρχουν δύο μεγάλα στρογγυλά τραπέζια,
παλαιικά. Οι καλεσμένοι στριμώχνονται στο ένα από αυτά. Ξένοι και κρυώνουν, δεν
θέλουν να διασπασθούν. Όλοι τους κρατούν λευκά τριαντάφυλλα, καλωσόρισμα της
πόλης. Ο Αλέξης Ζήρας κοιτάζει το φακό. Όλοι
κοιτάζουν το φακό. Σοβαροί κι ανέκφραστοι, λιγοστά μειδιάματα. Ο πρεσβύτερος
όλων Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ο Κοσμάς. Ο αιώνιος έφηβος Μένης Κουμανταρέας. Ο Πέτρος Αμπατζόγλου. Ο βενιαμίν Βαγγέλης Ραπτόπουλος. Ο Διαμαντής. Δίπλα του ο Γιώργος Χειμωνάς! Βλέμμα βαθύ, χείλη σφιχτά. Δαγκώνει τις λέξεις.
- Δεν έχω
φίλους, τον ακούω. Ούτε καν εχθρούς. Μια τερατώδης ανάγκη είμαι του
τίποτε.
Την επομένη κατέβηκε
στην αγορά μοναχός. Ισχνός κοσμοκαλόγερος ντυμένος στα μακριά μαύρα. Δραπέτης
του Αγίου Όρους. Περπάτησε σε δαιδαλώδη στενά, εγκλωβίστηκε σε λασπωμένα
αδιέξοδα. Οι δρόμοι γεμάτοι λάσπη, νερά της βροχής. Ψιχάλιζε όμορφα.
Ακολούθησε
τους εργάτες, τα παιδιά με τις σάκες. Μπήκε σε παλιά σιδεράδικα να δει την
αρχαία φωτιά, να ακούσει τον ήχο στο αμόνι του γύφτου.
Τρύπωσε σε
ευωδιαστά σαντράτσικα.
Στο
σαγματοποιείο του Ιωακείμ μάζεψε προβιές και χοιροδέρματα από τα μελανά νερά
του μαστέλου. Τα χτύπησε στην ξένη πέτρα, να ματώσουν οι πάροδοι της Εγνατίας,
να στάξουν απ' το πέρασμα Έβρου και Νέστου Ελληνικού. Η ψυχή του καρφωμένο
τομάρι στην τάβλα.
Ο
σαγματοποιός σφίγγει και κρατά ένα εικόνισμα Παναγίας που είχε τρία χέρια,
σκεπασμένο με τάματα. Από πίσω γράφει: Α. Ιωακείμ 1929.
Του το
δείχνει και το χαρίζει.
Στο
παλαιοπωλείο που μπαίνει πνίγεται στη σκόνη των μικρών πραγμάτων.. Να την βρει
στη θέση της όταν θα ξαναρθεί μετά από τέσσερα χρόνια. Όταν θα τον φέρουμε
κοντά μας τον Φεβρουάριο του 1996. Ο κύριος Σεραφείμ, που βλέπει να χάνει τον
εκλεκτό πελάτη, του προτείνει μια παλιά, όρθια λάμπα από φίνα πορσελάνη, με
καπέλο από διάφανο γυαλί. Πορφυρό.
- Πάρ' την, του λέει, μοιάζεις άνθρωπος καλός. Φαίνεσαι των
γραμμάτων. Όταν διαβάζεις κι όταν γράφεις, τα μάτια σου πρέπει να γεμίζουν
φως.
Τον άφησα να
προπορευτεί δύο βήματα. Να εξετάσω το περίγραμμα του σώματος, τον βηματισμό,
τις κινήσεις των χεριών του.
Σταμάτησε
απότομα, ενοχλημένος λες από την εποπτεία.
- Με
φοβάσαι; ρώτησε θορυβημένος.
Δεν άρθρωσα
λέξη.
- Ποιον
φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ; ρώτησε, με
φιλοπαίγμονα διάθεση.
- Ποιον
φοβάται; του αντιγύρισα την ερώτηση.
Καθίσαμε στο
πρώτο καφενείο που βρέθηκε μπροστά μας. Στα γύρω τραπέζια Αιγύπτιοι ψαράδες
συνομιλούσαν στη γλώσσα τους. Ντυμένοι με πλαστικές φόρμες της θάλασσας και
κίτρινες νιτσεράδες. Με το άνοιγμα της πόρτας γύρισαν να τον δουν. Σιώπησαν να
ακούσουν την Φαντασμαγορία του.
- . άνοιξα
με κόπο το παλιό ντουλάπι του τοίχου, μίλησε. Κάτω, χαμηλά, ανάμεσα σε
άχρηστα σκοτεινά υφάσματα, είδα να λάμπει, να φωτίζει βαθειά την όρασή μου μια
παράξενη, πολύτιμη χοντρή ζώνη. Είχε εκτυφλωτικά κίτρινα και ιώδη χρώματα σαν
κεντημένα πάνω σ' ένα ιδρωμένο κυανό. Την ακούμπησα και η αφή της μου έδωσε
ανάλογα αισθήματα που ακόμα υπάρχουν στα δάχτυλά μου, μια υγρασία που την
προκάλεσαν τρυφερές, βασιλικές, πεθαμένες θωπείες. Ξαφνικά η ζώνη χάθηκε
μπροστά στα μάτια μου και ποτέ ξανά δεν την βρήκα, όσο κι αν έψαξα.
Το είπα στην
γριά Άρτεμις, που μας φρόντιζε εμάς τα παιδιά. Η γριούλα άρχισε να ξεφωνίζει
τρομαγμένη: «Φίδι!», «Φίδι!» φώναζε κι έψαχνε και φιλούσε τα δάχτυλά μου. Δίπλα
στο σπίτι μας ήταν ερείπια και άγριοι θάμνοι κι εκεί υπήρχαν πολλά φίδια.
Έμεινα να
τον κοιτάζω εκστατική. Το ίδιο εκστατικοί τον κοίταζαν και οι Αιγύπτιοι
ψαράδες.
-
Μίλησα στη γλώσσα τους, εξήγησε την προσοχή τους. Αυτοί με καταλαβαίνουν, οι γύφτοι και τα παιδιά. Ο λόγος μου είναι ένας αφελής,
καθαρός, παιδικός λόγος.
Περιέφερε το
βλέμμα στα πρόσωπα των μελαψών ανθρώπων.
- Ήρωές μου είναι τα πλήθη των ανθρώπων, είπε. Αν κάποιο
πρόσωπο κεντρικό φαίνεται να ξεχωρίζει στα κείμενά μου, αυτό δεν είναι άλλο
παρά ένας θυμωμένος, απαρηγόρητος οδοιπόρος, χωμένος κι αυτός μέσα στο πλήθος.
Αλλά είναι ένας οδοιπόρος που έχει απάνω του τη μοίρα όλων των ανθρώπων.
- Το έπιασες
ποτέ εκείνο το φίδι; τον ρώτησα. Το κυνήγησες;
- Υπάρχει
περισσότερο το λαχάνιασμα του κυνηγού και του κυνηγημένου, είπε.
Τα πάντα
είναι ζήτημα αναπνοής.
***
Ο
Έρωτας
Ήταν
Ιανουάριος, θυμάμαι, του 1992
Η Ελένη, ο Διαμαντής,
ο Κοσμάς. Εγώ.
Και ο Κρίτων
Χουρμουζιάδης. Ο γλυκός Κρίτων.
Εκείνος ήρθε
ντυμένος και πάλι στα μαύρα. Σαν το θάνατο της πανσελήνου, σαν την καταγωγή του
κόσμου. Κανένα άλλο χρώμα επάνω του.
- Ο Γιατρός Ινεότης φορά πάντα μαύρα και μια αλυσίδα από ασήμι, είπε.
- Γιατί
ήρθατε Ιανουάριο; τον ρώτησε η Ελένη.
- Την πρώτη
φορά ανεβήκατε Φεβρουάριο, συνέχισε, και αγαπήσαμε εκείνον τον μήνα. Σας
ταυτίσαμε με τον Χειμώνα και τον κουτσό Φεβρουάριο. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα
προς το μέρος όπου στεκόμουν αμίλητη. Βλέμμα ένοχο, συνωμοτικό.
Κανείς δεν
ήξερε ότι είχα κατεβεί στην Αθήνα για να τον δω. Μόνο οι δυο μας το ξέραμε και
το κρατούσαμε μυστικό. Η κάθοδος ήταν το μυστικό μας.
Κοίταξα την
Ελένη. . Ο Διαμαντής παρέμενε όρθιος.
Ο Κοσμάς
δίπλα, κρατούσε σημειώσεις.
Εγώ
αδημονούσα. Δεν έβλεπα την ώρα να αφηγηθώ την ιστορία μου.
- Είμαι
παντρεμένη, του εκμυστηρεύθηκα. Με τρία παιδιά. Το ένα υιοθετημένο. Τα δύο
κορίτσια ζουν πίσω στην αποθήκη με τα άχυρα. Είναι δύο μικρά κορίτσια που
μοιάζουν σαν δίδυμα. Το αγόρι είναι το λατρεμένο μου. Το παίρνω στο κρεβάτι
μου. Φοβάμαι το σκοτάδι και τις φωνές των ανθρώπων. Κι εκείνο φοβάται τις σκιές
στον τοίχο. Από τον τοίχο έρχονται να το πάρουν. Ο άντρας μου δεν με αγάπησε
ποτέ. Ούτε κι εγώ τον αγάπησα. Το ξέρει και με μισεί. Εξαιτίας εκείνου του
αγοριού με μισεί. Θέλει να μου κάνει κακό. Άρχισε να με δέρνει από τη δεύτερη
μέρα του γάμου μας. Η πλάτη μου είναι γεμάτη χαρακιές, πύο και αίμα. Θέλει να
με σκοτώσει. Έλα πίσω, μου είπε μια μέρα, να ταΐσουμε τις κόρες μας, και με
τράβηξε στην αποθήκη με τα άχυρα. Εγώ κατάλαβα και τραβιόμουν. Κάρφωνα τα πόδια
στο χώμα, δίπλωνα στα δύο. Σήκωσε το δικράνι έτοιμος να πιρουνιάσει την κοιλιά
μου. Μη, του φώναξαν οι κόρες μου. Μη την σκοτώσεις. Ποιος θα μας αλλάζει, μέρα
παρά μέρα, το άχυρο;
Τα
εγκατέλειψα όλα.. Κατέβηκα στην Αθήνα για να τον δω.
Σκοτάδι.
Στο γραφείο
του που μπήκα ήταν όλα μαύρα. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτε. Μέχρι να
συνηθίσουν τα μάτια μου, να δω.
Στο χολ μια
κουρτίνα στο χρώμα του δαμάσκηνου χώριζε στα δύο.
Σκοτεινό,
ακατάστατο, ατμοσφαιρικό. Βιβλία παντού, τασάκια με αποτσίγαρα. Στο γραφείο
μικρά αντικείμενα τέχνης, αγαλματίδια, αντίκες από ασήμι που ξεφυτρώνουν εδώ κι
εκεί. Ζει μαζί τους και το καθένα αφηγείται μια ιστορία του. Δεξιά ένα παλιό
ιατρικό κρεβάτι. Ολόγυρα παλιά έπιπλα, αντικείμενα σωρό. Οι τοίχοι ασφυκτικά
γεμάτοι από ζωγραφικούς πίνακες, φωτογραφίες, εσταυρωμένους. Μια Παναγία με
τρία χέρια!
Κείμενο του Αδελφού
κεντημένο κάθετα από την ηθοποιό Έρση Μαλικένζου.
Στον τοίχο
το πορτραίτο του από τον Γιάννη Τσαρούχη. Δίπλα βαρκούλα με πανί. Ο Φιόντορ Ντοστογέφσκυ. Η λατρεμένη Βιρτζίνια Γουλφ. Ο Φραντς Κάφκα, ο Σάμουελ Μπέκετ. Τον βλέπω με ψαλιδάκι στο χέρι. Κόβει με ακρίβεια
χειρούργου πορτραίτα. Τα τοποθετεί σε κορνίζες. Ο άνθρωπος με το γάντι,
προσωπογραφία του Τιτσιάνο. Ο άγιος Γεώργιος και ο
δράκοντας, του Ραφαήλ.
Πόζες,
πόζες, πόζες. Φιλάρεσκες πόζες παντού.
- Η λάμπα!
αναφωνώ ξαφνιασμένη.
Κόκκινη.
Κατακόκκινη η λάμπα της Καβάλας! .
Το ιατρείο
κατακόκκινο. Κόκκινο φως πρόστυχο.
- Πορνείο το
κάνατε το ιατρείο σας! ξεσπώ σοκαρισμένη από το χρώμα.
Γίνομαι
κακιά.
- Αυτή η
λάμπα φέρνει άσχημο ύπνο, προφητεύω.
Σκεπάζω τα
μάτια μου.
- Ήρθα να
ζητήσω βοήθεια, ψελλίζω. Δώστε μου χάπια. Βοηθήστε με.
Δεν μπορώ να
τραβήξω το βλέμμα από το ωραίο πρόσωπο. Εκείνος το αντιλαμβάνεται και μου
προσφέρεται. Συνειδητοποιώ πως βλέπω πρώτη φορά και με τόση άνεση το πλατύ
μέτωπο, το βαθούλωμα των ματιών, το κόκκαλο της μύτης. Σαν ζωγράφος της
αναγέννησης, αρχίζω να μετράω με το βλέμμα τις αποστάσεις από την άκρη του
στόματος μέχρι το αυτί, από τα φρύδια μέχρι την κορυφή του μετώπου, τη διαστολή
των ρουθουνιών, το πάχος των χειλιών του. Αναλογίζομαι αν αλλάζουν αυτές οι
αποστάσεις όταν κάποιος γελάει, θυμώνει ή κλαίει. Αναρωτιέμαι αν γέλασε ποτέ.
Αν έκλαψε. Μ' αυτή τη σκέψη γίνομαι τρυφερή. Θέλω να του πω λόγια ενθαρρυντικά,
ας είναι αδέξια, ψεύτικα έστω, παρά να τον εγκαταλείψω στο επερχόμενο τέλος.
Τον λυπάμαι. Είναι από τις λίγες φορές που τον λυπάμαι.
Από το
γραφείο του κλέβω χειρόγραφα. Με βλέπει που τα κλέβω.
- Πάρ' το, μου λέει. Είναι γραμμένο για σένα.
Αισθάνομαι
μοναδική.
Τρις
πελώριες κόλλες είναι γραμμένες για μένα! Ευνοημένη μοναδική.
Γράφει τον
τίτλο με πλάγια κεφαλαία: ΑΤΥΧΗΜΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ 1987
Είμαι επάνω
σ' έναν όρθιο μαύρο βράχο, διακόσια περίπου μέτρα από την παραλία. Ο βράχος,
λείος σαν ένας μονόλιθος, μου φάνηκε πως ήταν μέταλλο. Μια βαθειά θάλασσα τον
χώριζε από την στεριά.
Ζαλίζομαι.
Με ζαλίζουν οι κάθετες προεκτάσεις των συμφώνων του. Σαν γάντζοι τα σερνάμενα Γάμα, Μι και Ρω. Σαν
αγχόνες.
Διαβάζω: Μ'
αυτήν την γυναίκα είμαι ερωτευμένος. Ένας ασύγκριτος τρόμος που με
αφορούσε είχε απότομα ξεσπάσει μέσα της.
Μου το
αφιερώνει: Στην Θαυμασία της Καβάλας, με την Αγάπη
μου. [!]
Την επομένη
εγκατέλειψα την Αθήνα. Ανέβηκα επάνω.
Τρίτη, 17
Ιανουαρίου 1992
Ανεβήκαμε
μαζί στην Καβάλα.
Το βράδυ στο
μπαράκι του Μπάμπη «Κισμέτ». Μεγάλη παρέα. Σύσσωμο το «Υπόστεγο». Εκείνος άλλος
άνθρωπος! Έπινε, μπέρδευε τα ποτά, παραμένοντας νηφάλιος. Κάπνιζε συνεχώς,
άναβε με την καύτρα του τσιγάρου του τα τσιγάρα μας. Ζήτησε το «Σ' αγαπώ γιατί
είσαι ωραία». Επαναλάμβανε τους στίχους.
- Ο απλός
λόγος είναι τόσο καίριος, λέει, ο καίριος λόγος τόσο απλός!
Έδειχνε
ερωτευμένος. Στο υπόλοιπο της νύχτας ήταν ερωτευμένος.
- Άραγε, θα
μ' αγαπήσει ποτέ; αναρωτήθηκα.
Με κοίταξε
απορημένος.
- Να δω πώς
απλώνεις το χέρι σου. Κάθε κίνηση κι ένα άλλο χέρι πώς πιάνεις πώς μαλάζεις
αυτό το μαλακό ανθρώπινο κρέας πώς τινάζονται οι μακρουλοί μηροί σου σα
τρομαγμένα κεφάλια αλόγων άφησέ με να δω. Το στόμα σου πώς τους μιλάς πώς τους
φιλάς και πώς ανατριχιάζεις. Με αποτροπιασμό όταν κι εκείνοι σ' αγγίζουν όμως
δες. Τα δικά μου τα χέρια δες τα σηκωμένα που ποτέ δεν σ' αγγίζω το πρόσεξες
που εγώ ποτέ δεν σ' αγγίζω; δες τα χέρια μου κι έτσι πάντα από μακρυά τα χέρια μου θα σε τριγυρίζουν σαν ένας ήμερος και
λαχανιασμένος αέρας . Τώρα στεκόμαστε αγκομαχούμε. Αλλά ευχαριστημένοι και
κοιτάζει ο ένας τον άλλον δες το άσπρο μου δέρμα την κοιλιά μου που είναι λεία
κι εγώ σε βλέπω και μέχρι να πεθάνω. Σε βλέπω μ' αυτούς και όλους τους
αισθάνομαι και με τον καλλίτερο και τον πιο ιδανικό τρόπο τους αισθάνομαι κι
αυτό σημαίνει πως εσένα με τον καλλίτερο και τον πιο ιδανικό τρόπο εσένα
αισθάνομαι και χίλιες φορές σε αισθάνομαι απανωτές και διαφορετικές κι απανωτές
φορές σε αισθάνομαι.
- Θέλω να
γίνω ερωμένη σας, του λέω.
..
- Κάντε με
ερωμένη σας , εκλιπαρώ.
..
Σιωπή. Ούτε
ναι ούτε όχι. Όπως συμβαίνει στην απέχθεια.
Η πόλη μου
με πνίγει. Ανίκανη να με κρατήσει άλλο.
Του προτείνω
να πάμε εκδρομή.
- Να πάμε
στην Νέα Ηρακλείτσα
Οδηγήσαμε
τον θίασο των λογοτεχνών στην Νέα Ηρακλείτσα. Εκεί
τον ακινητοποίησα. Τον φωτογράφισα, κλέβοντας στιγμές από τη ζωή του.
Σε μια φωτογραφία στέκετε στη μέση. Δεξιά η Ελένη, αριστερά εγώ.
Στο κουτί με τα χειρόγραφα. Τα χαρισμένα
Ο εγκέφαλος
κινείται
Το σύνδρομο
του Balint
Ατύχημα
καλοκαιριού 1987. Το
κλεμμένο αφιερωμένο.
***
Ο Φόβος
Ήταν
Φεβρουάριος, θυμάμαι, του 1996
- Ήρθατε
Φεβρουάριο! του λέω με ακκισμούς. Σας καλέσαμε και ήρθατε τον μήνα που
επιλέξατε να αγαπάτε. Ήρθατε να σας αγαπήσουμε!
Τριήμερο
αφιέρωμα: Αναγνώσεις έργων του, θεατρική παράσταση, Ο εχθρός του Ποιητή. Τον
κάλεσαν οι φίλοι, οι αναγνώστες, οι ασθενείς του. Η πόλη σύσσωμη.
Στην
περιορισμένη, σε σχήμα Πι, αίθουσα του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών ο Διαμαντής
τον παρουσίασε στο κοινό, αποφασισμένος να συνυπάρξει με το τρακ του.
Ο Παναγιώτης
Μουλλάς κατέθεσε μια σύντομη εισήγηση για τον
τιμώμενο.
Ο Γιώργος Χειμωνάς διάβασε την άξεστη γραφή του. Με σπηλαιώδη
φωνή είπε:
- Ταξιδεύοντας
με την άμπωτη έζησα μακριά από την Ελλάδα την ελληνική ζωή μου. Έξω από την
Ελλάδα, σε ξένους τόπους παλίρροιας, εκεί με βγήκαν . γύρισαν εκεί
σαν πλημμυρίδες οι ελληνικές θάλασσες που είχαν φύγει από τη γη μου προτού να
γεννηθώ σ' αυτήν. Και τότε έγινα Έλληνας, εκεί, στους γρανίτες του ωκεανού και
στους γκρεμνούς της Ασίας γίναν τα μικρά θαύματα, να
ανοίγουν ξαφνικά στο σώμα μου όρμοι για σχεδίες μύθων -
- Γιατί με
ψάξατε; τον ρωτώ. Γιατί με κοιτάξατε στα μάτια;
- Με
τύφλωσαν τα φώτα, λέει.
Αυτό μόνο.
Την επομένη
στο σπίτι του Διαμαντή. Το σπίτι επάνω στη θάλασσα, στους πέντε δρόμους. Τα
ισχνά σε όγκο βιβλία του Χειμωνά σε παράταξη επάνω
στο τραπέζι, με τους Χτίστες να σηματοδοτούν.
Μιλήσαμε για
το «Υπόστεγο». Για τις αισθήσεις, τα αισθήματα, τους έρωτες. Μιλήσαμε για τον
θάνατο.
Σαν θρόισμα
δυσαρεστημένου πλήθους σηκώνεται στον νου μου εκείνο το «Τελείωσα...» που
είχε καταθέσει πριν από επτά χρόνια στα Νέα, μετά την κυκλοφορία του
Εχθρού.
Άκουγε τις
προτάσεις μας και συμπλήρωνε ονόματα συνεργατών ηχηρά. Επαύξανε τη λίστα με
ακαδημαϊκούς φίλους του, μελετητές του έργου του, γάλλους μεταφραστές, μαθητές
του στην ψυχιατρική, σημειώματα ασθενών του Αιγινήτειου
Νοσοκομείου. Δεν είχε τελειωμό η ευγνωμοσύνη. Όπως στον βαθύ έρωτα.
Κάπνιζε το
ένα τσιγάρο επάνω στο άλλο..
Η στάχτη των
τσιγάρων του έπεφτε στα πολύχρωμα σχήματα του χαλιού.
- Η στάχτη
θρέφει τα χαλιά, απολογήθηκε στην οικοδέσποινα.
Βγήκε στο ευρύχωρο μπαλκόνι να χαζέψει τη βόρεια θάλασσα. Την Ήπειρο Θάσο, που η χθεσινή βροχή ακούμπησε στην κουπαστή του μπαλκονιού. Το Άγιον Όρος.
Ο Διαμαντής
του εξιστόρησε το όνειρο της νύχτας:
Ήταν
ξυπόλητος στην παγωμένη αυλή κάποιας μονής του Αγίου Όρους. Οι τοίχοι ψηλοί,
δεν μπορούσε να δει τι υπήρχε έξω. Αδύνατον να δραπετεύσει. Έτρεχε πέρα δώθε
σαν κόκορας που τον είχαν αποκεφαλίσει. Το κεφάλι του κρατούσαν λεπτά νεύρα,
σχεδόν αόρατα. Οι μοναχοί σχημάτισαν κύκλο να δουν. Έσκυβε ο ένας στον άλλο,
ψιθύριζαν. Ο κόκορας παρέμενε ακέφαλος για αρκετές μέρες. Η φήμη του εξαπλώθηκε
εκτός της μονής. Ένας μεσίτης, είναι δικός μου, είπε, μου ανήκει, και τον
έκλεψε. Τον περιέφερε στα πανηγύρια έπ' αμοιβή.
- Τι
σημαίνει το όνειρο; ρώτησε.
- Εικόνα
βαθιάς και επίμονης φτώχειας, το ερμήνευσε Εκείνος.
Ακολούθησε
παρατεταμένη σιωπή.
Ανέσυρε από
τις τσέπες του τρία ασημένια κουτάκια με σκαλίσματα. Τα στοίχισε στο κρύσταλλο
του τραπεζιού. Ψυχοφάρμακα;
Τα
ονομάτισε: Το μεγάλο φυσικό Αίτημα του ανθρώπου.
Ο Θάνατος.
Το Κακό.
Σκέφτηκε,
άραγε, ποτέ να αυτοκτονήσει; αναρωτήθηκα.
- Πάρα
πολλές φορές. Σχεδόν κάθε μέρα, είπε και γελάσαμε.
το άλλο πρωί
προσποιούνταν πως ψάχνει σπίτι για να μείνει εδώ.
- Τι
ψάχνετε; τον ρώτησα.
- Ψάχνω το
σπίτι των παιδικών μου χρόνων, είπε και έστρεψε το βλέμμα προς την ανοιχτή
θάλασσα.
Αρχίσαμε να
ανηφορίζουμε τα σοκάκια της Παναγίας.
- Η ανάμνηση
του πατρικού μου σ' αυτή την πόλη είναι ό,τι έχω και
δεν έχω, λέει.
Από δω
ξεκινά η βιογραφία μου. Ξεκινά από έναν ανυπολόγιστο παιδικό χρόνο και είναι η
βιογραφία της όρασής μου. Η ιδιότητά μου του συγγραφέα ζυμώθηκε μ' αυτή την
ιδιότητα, έγινε ένα με μια διαρκή, αυθόρμητη προσοχή, να προσέχω τους
ανθρώπους. Την έσχατη λεπτομέρεια των σωμάτων, το πρόσωπό τους, το δέρμα τους,
τα σκισίματά τους, τη στάση τους, την ακινησία τους. Άκουγα την ηχώ των λόγων
τους, περιφερόμουν στους δρόμους της Καβάλας. Γεμάτοι λάσπη, νερά της βροχής,
σιωπή, ερημιά.
- Είμαι ο
πιο αδικημένος που γεννήθηκε στον κόσμο, λέει με παράπονο. Κανείς στον κόσμο
δεν υπάρχει όσο εγώ.
Θέλω να τον
αγαπήσω, έτσι αδικημένο και άστεγο.
- Ελάτε να
σας πάρω στο σπίτι μου, προτείνω. Μη φοβάστε, θα κλειδώσω απ' έξω τον αχερώνα.
Οι δίδυμες κοιμούνται νωρίς. Το βράδυ θα σας πλύνω, θα σας αλλάξω και θα σας
πάρω στο κρεβάτι μου. Σκιάζεστε κι εσείς το σκοτάδι.
..
- Ελάτε, δεν
έχετε να φοβηθείτε τίποτε.
Σιωπή. Ούτε
ναι ούτε όχι. Όπως συμβαίνει στην απόρριψη.
Ξενυχτίσαμε
στο μπαράκι του Μπάμπη. «Χαμάμ» είχε ονομάσει ο ανατολίτης το νέο του στέκι.
Υπόλειμμα κι αυτό του παλαιού τείχους. Προέκταση της δόξας του Σουλεϊμάν
του Μέγα και Μεγαλοπρεπή, του και Κανουνί
επονομαζόμενου, Δίκαιου Νομοθέτη.
. Χόρεψε
μόνος του. Έναν πελώριο μελαγχολικό χορό. Βουβός, απέπνεε μυστήριο και κίνδυνο.
Από νωρίς διέκρινα ότι κινδυνεύαμε. Από πού αναβλύζει η μουσική; αναρωτήθηκα.
Από πουθενά. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε. Χόρευε τη δική του μελωδία. Υπαγόρευε μια
χορογραφία που τα εμπεριείχε όλα: Φλογερό φλαμέγκο, μακρύ ζεμπέκικο, προάγγελο
θανάτου. Τρέλα.
Με τα φτερά
του σκέπασε όλο το χώρο. Μας σκέπασε όλους.
Τα άνοιγε να
πετάξει. Γνώριζε, άραγε, για πού;
Γνώριζε,
συμφωνήσαμε οι φίλοι του.
Ένας θάνατος
τον περίμενε εκεί έξω. Ένας θάνατος, πάντα.
Τον είδα που
απομακρυνόταν μόνος. Σαν τελευταία Εκδρομή.
Κράτησα
εκείνη την εικόνα: Να απομακρύνεται μόνος. Ήξερα ότι είναι η τελευταία εικόνα
του..
- Είμαι
ένας οδοιπόρος, τον ακούω να λέει, που έχει απάνω του τη μοίρα όλων των
ανθρώπων.
- Δεν είμαι
η συντέλεια, δεν έχω άσυλο σε οργή Θεού, ομολογεί.
Δεν έχω
χάρη, δεν έχω ευλογία.
Οι φίλοι μου
με πρόδωσαν. Κάποιος από τους φίλους μου - υποψιάζομαι ποιος -
ξεσκέπασε το ψέμα μου. Του αποκάλυψε πως δεν είμαι παντρεμένη, ότι δεν έχω
παιδιά. - Ποτέ της δεν παντρεύτηκε, του είπε, ποτέ δεν απόκτησε παιδιά.
Κι ούτε θα αποκτήσει. Ζει χωρίς άντρα, δίχως παιδιά. Μισεί τους άντρες. Μισεί
τα παιδιά. Όπως τα σκυλιά.
- Τι καλά
που δεν έχω παιδιά, ανακουφίζομαι. Τι καλά που τα μισώ.
Ο Κρίτων μου
χάρισε παλιά θρακιώτικα ξόρκια. Όλη τη νύχτα τα ψέλλιζα, η γλώσσα μου έγλυφε το
μαξιλάρι. Ξόρκιζα να χιονίσει. Χιόνισε. Την τελευταία μέρα πριν φύγει Εκείνος
χιόνισε. Την πόλη σκέπασε ένα πασπάλισμα χιονιού.
- Να το
χιόνι σας, του είπα θυμωμένη. Πάρτε το, λοιπόν.
Με κοίταξε
με βαθιά ευγνωμοσύνη.
- Σ'
ευγνωμονώ, είπε. Σ' ευγνωμονώ.
..
Ο φόβος.
.στο
τελευταίο, μπαίνοντας αριστερά στο σπίτι, δωμάτιο ακουγόταν συνέχεια, όταν
φυσούσε αέρας τον χειμώνα, ένας βόγκος, βασανισμένος και άγριος. Το δωμάτιο
ήταν πάντα κλειδωμένο. Ήταν σαν μια αποθήκη. Αλλά εγώ ήξερα ότι εκεί μέσα ήταν
φυλακισμένο, δεμένο, ένα άγνωστο πληγωμένο ζώο που ποτέ δεν έπρεπε να
ελευθερωθεί. Γι αυτό, το δωμάτιο εκείνο έπρεπε να είναι πάντα κλειστό.
Όλα τα
σπίτια, όλες οι οικογένειες έχουν πάντα ένα τέτοιο δωμάτιο και κρατούν εκεί, ως
το τέλος, αφανέρωτο το μεγάλο τρομακτικό ζώο, γεννημένο κι αυτό μέσα στην
οικογένεια.
***
Ο Κλέφτης
Ο αδελφός ερράη.
Τα νέα
έρχονται από την μονάδα εντατικής νοσηλείας του Αμπρουάζ
Παρέ της Βουλόνης: Έσβησε
ο μεγάλος μοναχός! Απέδρασε στραμμένος προς το ταξίδι της νύχτας!
27 Φεβρουαρίου του 2000. 8:30 βράδυ Κυριακής
Θρηνώ.
Σκέφτομαι το
ωραίο σου πρόσωπο κλεισμένο σε ξύλινο κουτί. Σβησμένο, ταπεινωμένο από τον
θάνατο. Σε σκέφτομαι, σου μιλώ. Σ' ακούω.
Στρέφεις το
βλέμμα και βλέπεις τα ασημωμένα μνημεία της πόλης σου: Τα βυζαντινά κάστρα και
τα τούρκικα. Τους πράσινους τρούλους του βακούφικου και του Ιμαρέτ.
Το σπίτι του Μωχάμετ Άλη.
Το έφιππο μπρούντζινο άγαλμα με τη σπάθη.
Τα
παρατηρείς με τις ώρες. Λαμπυρίζουν μέσα στην ψιλή βροχή. Κι έχεις μια παράξενη
ωραιότητα σαν Φαύνος!
Συμβουλεύεσαι
την ώρα, κοιτάζοντας εντελώς κακόπιστα το ρολόι στο παλιό καμπαναριό. Μετράς
λεπτά και δευτερόλεπτα: Τέσσερις παρά δέκα, παρά εφτά... Ο αριθμός
τέσσερα μεγεθύνεται. Η τέταρτη αίσθηση γίνεται ένα είδος καμπής που, αν
καταφέρεις να την υπερβείς, θα ησυχάσεις μια για πάντα. Ο κλέφτης θα σου
πάρει την ψυχή.
- Έφερες το
νόμισμα; ρωτάς.
Χώνω το χέρι
βαθιά στην τσέπη του παλτού μου. Μετρώ τα νομίσματα που βρίσκονται εκεί:
Τέσσερα. Τα δίνω ονόματα της παιδικής του ηλικίας: Η φαντασμαγορία, ο
έρωτας, ο φόβος, ο κλέφτης.
Ανασύρω το
τελευταίο. Τον κλέφτη θάνατο.
- Δάγκωσε,
σε διατάζω.
Γύρισες στην
Αθήνα, χωρίς να επιστρέψεις ποτέ στην γενέτειρα. Ούτε να τηλεφωνήσεις καν.
- Je m' appelle hiver,
έτσι
αυτοπαρουσιαζόσουν στο Παρίσι: Χειμώνας.
Χειμώνα
επέστρεψες από το Παρίσι στην Ελλάδα. Τον άλλον αιώνα. Φεβρουάριο. Τον μήνα
που έβαλες στόχο από την αρχή. Τον έκανες στόχο και τον σημάδεψες.
Θυμώνω.
- Με
γέλασες, σου λέω. Από παλιά με γέλασες. Όταν μου χάρισες πολύτιμα χειρόγραφα.
Μοναδικά αποκηρυγμένα. Ένα κουτάκι ασημένιο με παγώνι. Με έκανες να νοιώσω
μοναδική. Ευνοημένη Μοναδική.
Αχ, ποιος με
πίστεψε;
Εγώ φταίω, αυτή είναι η τιμωρία μου. Που τόλμησα να σε κοιτάξω. Σε
άγγιξα.
Με
καλησπερίζεις με δειλή φωνή. Παρατείνεις, δαγκώνεις τα Ρω των λέξεων. Αμήχανες
παύσεις.
- Πεθαίνω
λυπημένος, λες. Από δω αρχίζει η θητεία της λύπης.
Με κοιτάξεις
στα μάτια. Όχι για πολύ. Το βλέμμα σου, μόλις συναντήσει το δικό μου,
δραπετεύει.
- Είσαι η
φίλη μου, λες. Η μεγάλη μου αγάπη.
Σκύβεις να
με φιλήσεις.
- Μου είπες πως θα τελείωνες εδώ, κλαίγομαι. Όχι στο Παρίσι.
Θυμώνω.
- Σου είπα
ψέματα, ξεσπώ. Ποτέ μου δεν σ' αγάπησα. Ούτε οι δίδυμες κόρες μου σ' αγάπησαν.
Δεν ήμασταν ερωτευμένες μαζί σου. Ποτέ δεν κατεβήκαμε στην Αθήνα για χάρη σου.
Θέλω να κλάψω, να θρηνήσω την προδοσία μου.
- Δεν θα σου δείξω το υιοθετημένο λατρεμένο μου. Ποτέ δεν στο έδειξα. Βλέπω
όλη την ώρα το πρόσωπό του. Δεν έχεις ξαναδεί πιο ερωτικό πρόσωπο σε άνδρα ή σε
γυναίκα. Το μικρό μου σε φοβάται. Κι εγώ σε φοβάμαι. Φοβάμαι μην του κάνεις
κακό. Μην το ερωτευθείς. Μην ερωτευθείς την ασχήμια του. Η πραγματική ομορφιά
του ανθρώπου κατάγεται και κρατάει από την ασχήμια.
Το λέω
μονορούφι. Χωρίς ανάσα. Σκεπάζω με άσπρο μαντήλι το πρόσωπο του άσχημου υιοθετημένου
μου. Αποκρύπτω το λατρεμένο πρόσωπο.
-
Άλλωστε εγώ είμαι Εβραία, λέω και πάλι ψέματα. Εβραία της Θεσσαλονίκης.
Ακούς δεν
ακούς.
Θέλω να σε
χτυπήσω στο ωραίο πρόσωπο. Στα αγέλαστα χείλη.
- Δεν με
λένε Θαυμασία, ξεσπώ. Ούτε καν Θαυμαστή, ουρλιάζω.
..
- Ακούς;
φωνάζω να σε ξεκουφάνω.
Να σε σηκώσω
από τον κάτω κόσμο.
Να μου
αφηγηθείς την ιστορία με τον κλέφτη.
- .μια
ταραχή είχε απλωθεί σ' όλα τα σπίτια, επειδή κυκλοφορούσε ένας κλέφτης που
ήξερε πολλούς και μυστικούς τρόπους να μπαίνει από τις κλειδωμένες εξώθυρες και
τα παράθυρα τις νύχτες. Ήξερα τι μορφή είχε αυτό το πλάσμα: Το σώμα ήταν
εντελώς επίπεδο, από μαύρο χαρτόνι, και το κεφάλι του τριγωνικό. Γλυστρούσε εύκολα μέσα από τις χαραμάδες και έκλεβε σιωπηλά
από την ζωή μας. Ολόκληρη η ζωή μας γλυστράει και
φεύγει πάνω σε φτυάρια από μαύρο χαρτόνι, τους ανθρώπους.
- Έγινες βασιληάς της Ασίας; σε ρωτώ. Όπως σου το είχε
ευχηθεί και το είχε προφητέψει ο πατέρας σου.
Δεν παίρνω απάντηση.
- Όμως εγώ
πάντα το ήξερα, ψιθυρίζω,
κι ολοκάθαρα το ήξερα για ποιαν Ασία ήσουν προωρισμένος.
- Φεύγεις
τώρα. Σκιά, ανάμεσα σε σκιές.
Α! η σκιά
του Φορτεμπράς! Επιθυμεί να μιλήσει.
- Ήταν
πρίγκιπας, λέει ο
Πρίγκιπας της Νορβηγίας,
αλλά το
όνομά του θα επικρατήσει όσο κανένα βασιλιά στον κόσμο.
Αυτοί οι
πρίγκιπες πεθαίνουν από την σκοτεινή τους δόξα
Νικώντας,
χάνοντας σε αμίλητες μάχες
Ω! η σκιά
του Άμλετ!
- Εσείς
όλοι εσείς, απαγγέλλει.
Που
τρέμοντας χλωμοί είδατε αυτά που έγιναν μπροστά σας. .
Αν είχα
χρόνο.
Αν μ' άφηνε
ο θάνατος που τίποτε πια
δεν θα τον
κάνει να λύσει τα σίδερα που μου περνά.
Αν μπορούσα
να σας πω. Δεν έχω τίποτα να πω. .
Όμως εσύ
ζεις. Δικαίωσέ με.
Πες για
μένα. Προπάντων στους ανύποπτους.
Σ' εκείνους
που δεν ξέρουν.
***
Σημειώσεις
* Βασιληάς της Ασίας, Γιώργος Χειμωνάς, Τα
ταξίδια μου
- Το σύνδρομο του Balint, σελ. 10, εκδ.
Κέδρος 1984, Αθήνα.
* Βασιληάς της Ασίας, δημοσιεύθηκε, στην πρώτη του περιορισμένη μορφή,
στο περιοδικό Οδός Πανός, Εργοτάξιο Εξαιρετικών
Αισθημάτων, τχ. 109, σελ. 40,
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000, Αθήνα. Αφιερωμένο στον Γιώργο Χειμωνά.
Και
Στον τόμο Πεζογραφήματα, σελ. 718, Εισαγωγή, Επιμέλεια, Χρονολόγιο
Ευριπίδης Γαραντούδης, εκδ.
Καστανιώτης, 2005, Αθήνα.
Αφιερωμένος στον Γιώργο Χειμωνά.
ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΒΑΣΙΛΗΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ
ΓΡΑΦΗΚΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΘΟΔΩΡΗ ΓΚΟΝΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ: Ο ΑΜΛΕΤ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ
ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΙΠΠΩΝ - ΚΑΒΑΛΑΣ 2010
ΔΙΑΒΑΣΤΗΚΕ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ
ΜΑΡΙΑ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΣΗ ΔΗΜΟΥ
ΦΩΝΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ: ΜΑΝΩΛΗ ΜΑΥΡΟΜΑΤΑΚΗ
ΣΤΟ «ΑΠΕΝΤΟΜΩΤΗΡΙΟ» ΚΑΒΑΛΑΣ
ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΝΤΕΚΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΔΕΚΑ
ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΙΠΠΩΝ - ΚΑΒΑΛΑΣ 2010