Τα λάφυρα

Δημοσιευμένο εκτός συλλογών

ΑΘΕΑΤΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΣΤΑΔΑ ΘΑΜΝΩΝ κάθισε πάνω σε μια χαμηλή πέτρα. Ο δρόμος, με τα κομβόι των παλιών λεωφορείων που αγκομαχούσαν προσπερνώντας δεκάδες φορτηγά με ανάλογο φορτίο, ήταν ψηλά . Σκούπισε τη λάσπη από το πρόσωπο και άναψε τσιγάρο. Δυο νύχτες και δυο μέρες βρισκόταν στο ξένο έδαφος. Ζήτησε να υπολογίσει τις ώρες που βάδιζε αλλά, αναλογιζόμενος τις άλλες που τον περίμεναν, εγκατέλειψε την προσπάθεια. Περιέφερε κυκλικά το βλέμμα ακινητοποιώντας το στην κορυφή του απέναντι λόφου. Στην προσπάθεια να της δώσει συγκεκριμένη μορφή, έγειρε το κεφάλι στο πλάι - επαναλαμβάνοντας για δεύτερη φορά το ίδιο παιχνίδι - και διέκρινε τα χαρακτηριστικά του προσώπου που σχημάτιζαν τα εξογκώματα και οι σχισμές: Τη μύτη, το σαγόνι, τα μάτια και το στόμα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, είπε, προσδίδοντας στην παρομοίωση συμβολικές διστάσεις και στους οιωνούς, αίσιους χαιρετισμούς. Άλλωστε τα πράγματα τού είχαν πάει καλά μέχρι εκείνη την ώρα. Δεν είχε συναντήσει κανένα σοβαρό εμπόδιο, αν εξαιρούσε τους χθεσινοβραδινούς πυροβολισμούς από την ελληνική περίπολο.

*



Ο Ντουρίμ είχε ξεκινήσει, για δεύτερη φορά, από το Γκρέμσκι, αφήνοντας μέσα μάνα, γυναίκα και δυο παιδιά.
Το μέσα ήταν η Αλβανία, μια πλατεία και μια μουντή πολυκατοικία. Το έξω είναι η Ελλάδα. Με αγορές φρούτων, πάγκους γεμάτους εμπορεύματα, φωτισμένες βιτρίνες και την προσμονή ενός καλού μεροκάματου. Αν γλίτωνε κι αυτή τη φορά την κλούβα θα μάζευε, με κάθε τρόπο, χρήματα και θα επέστρεφε φορτωμένος.
Έφερε στο νου, κατά τον προσφιλή του τρόπο, εικόνες της πρώτης του επιστροφής.

*



Το φορτηγό είχε κανονιστεί από κάποιους πατριώτες του, παλιές καραβάνες στο έμπα-έβγα, που είχαν πιάσει την καλή, έβγαζαν καλά λεφτά και δε λογάριαζαν κανένα. Οπλοφορούσαν παράνομα.... Ποιον να φοβηθούν ;
Με τις οικονομίες οκτώ μηνών, είχε αγοράσει - χώρια τα εμβάσματα - μακαρόνια, ζάχαρη, καφέ, κονσέρβες και ρούχα. Για τα δυο αγόρια αθλητικές φόρμες, γυαλιστερές. Για τη Λουμέ ένα πολύχρωμο φόρεμα. Την τηλεόραση του την πάσαρε κάποιος την ώρα που σκαρφάλωνε στο φορτηγό.
- Πρώτο πράμα, του είπε, από σπίτι. Πάρ' την μισοτιμής, να με θυμάσαι.
Πλήρωσε με ελληνικά χαρτονομίσματα και την πήρε. Άδειασε το σάκο, την τακτοποίησε στον πάτο και τη σκέπασε με τα τρόφιμα και το ρουχισμό.
Στην καρότσα η σκέψη της εμφάνισης της πλάστιγγας του φυλακίου κι ο φόβος του διπλανού έκαναν σώματα και τσουβάλια ένα. Η αγωνία των περασμάτων, ο ιδρώτας και οι φουσκάλες των άκρων του ήταν παρελθόν. Η περιουσία έπρεπε, με κάθε τρόπο, να περάσει μέσα και θα περνούσε. Η απειλή της αστυνομίας, των στρατιωτών και του οδηγού ήταν μέρος της δεύτερης αγωνίας.
Νέος στόχος: η ουρά για την Κακαβιά.
Εκείνος που ακουμπούσε στην πλάτη του άρχισε πρώτος τις ερωτήσεις: Πού δούλευες ; Πόσα έπαιρνες ; Θα ξαναγυρίσεις ; Ύστερα έβγαλε απ' τον κόρφο του ένα μικροσκοπικό ραδιόφωνο, το κόλλησε στο αυτί του και άρχισε να γυρίζει ασταμάτητα τη βελόνα. Στα ερτζιανά, η Ελλάδα που απομακρυνόταν άκουγε μουσική και ποδόσφαιρο. Στις ειδήσεις πρώτο θέμα η παράνομη εισροή των βόρειων γειτόνων και η αυξανόμενη εγκληματικότητα.
Οι κλούβες που τους προσπερνούσαν επέστρεφαν δικούς τους που δε στάθηκαν τυχεροί ή προκάλεσαν οι ίδιοι την τύχη τους. Την επόμενη φορά που θα κατέβαιναν ίσως ήταν περισσότερο προσεκτικοί.
Οι στάσεις περιορισμένες, για τσιγάρο και ομαδική ανακούφιση.
Στα σύνορα η υπαίθρια καντίνα πρόσφερε σάντουιτς και αναψυκτικά. Το χοιρινό και το αλκοόλ απαγορευμένα για τους μουσουλμάνους. Ήταν πια μεταξύ τους.
Πήρε καφέ σε πλαστικό κυπελλάκι και τράβηξε, με προσοχή, το σάκο του στην άκρη. Η τηλεόραση ήταν από κάτω και δεν έπρεπε να τη σημαδέψει. Κάθισε στο χώμα και άναψε τσιγάρο. Τι φυλάκιο είναι αυτό και τι σόι σύνορα, σκέφτηκε έτσι όπως αντίκρισε τα δυο αταίριαστα μεταξύ τους κτήρια με τις διαφορετικές σημαίες, που καθόριζαν το έδαφος σε δικό μας και δικό τους. Τράβηξε βαθιά τον καπνό και αφέθηκε να αυτοσχεδιάσει την επιστροφή του, αναλογιζόμενος τη χαρά των δικών του.
Η Κακαβιά ανίκανη να υποψιάσει κανέναν κι ο έλεγχος σχεδόν ανύπαρκτος. Πιο δύσκολο το σφράγισμα της βίζας, παρά η εισαγωγή των αγαθών. Φορτώθηκε το σάκο στον ώμο, κοντοστάθηκε στη νεκρή ζώνη και πέρασε από το δικό τους τρύπιο σύρμα, μέσα . Το φορτίο, περισσότερο από την αντοχή του, δεν τον λύγισε. Ξεκίνησε με τα πόδια. Στα πρώτα χιλιόμετρα περίμενε μια μεγάλη σειρά παλιών αυτοκινήτων που, αφού έκαναν τον δεύτερο κύκλο τους στην Ελλάδα, μεταπωλήθηκαν, τρίτο χέρι, στην Αλβανία. Στραπατσαρισμένα στέκονταν φιλάρεσκα, διατηρώντας επάνω στα τζάμια τους πολύχρωμα σήματα μιας άλλης χώρας, με απαραίτητο αξεσουάρ τη σχάρα στην οροφή. Τον παρέλαβε ένα ξεφλουδισμένο Φίατ, μαζί με άλλους τέσσερις. Μουγκρίζοντας στον ανήφορο, άφηνε πίσω του μαύρο καπνό, πυκνότερο κι από 'κείνων των κινέζικων κρατικών φορτηγών. Ο Βοϊδομάτης δίπλα τους άρχισε να σκουραίνει, αδιαφορώντας για τα συνεχή προστατευτικά κορναρίσματα. Στα παρατημένα χωράφια σκουριασμένα τρακτέρ φόβιζαν το κιτρινισμένο τοπίο και τα, σε κάθε στροφή και γέφυρα, σπαρμένα πολυβολεία αποσυντίθενταν μαζί με τους εφιάλτες. Οι δενδροστοιχίες με τις λεύκες εξαφανισμένες. Τον προηγούμενο βαρύ χειμώνα οι κορμοί τους είχαν μπει στις σόμπες και τους φούρνους. Από τα πρώτα ακαθόριστα χωριά, μέχρι και τα πιο βόρια, οι κάτοικοι είχαν βγει στο δρόμο για να ακολουθήσουν με το βλέμμα, μέχρι την επόμενη στροφή, τα οχήματα. Ρυτιδιασμένοι και καρτερικοί ανταπέδιδαν, που και που, κανένα χαιρετισμό στο κορνάρισμα. Οι συγγενείς περίμεναν τα τσουβάλια και τα χαρτοκιβώτια. Μαζί τους κι ολόκληρη η χώρα. Εκείνοι που δεν αξιώθηκαν ένα παρόμοιο ταξίδι στον παράδεισο, αρκούνταν στην προσφορά τσιγάρων και ζαχαρωτών.
Το Γκρέμσκι, μια πόλη που ποτέ δεν θα γίνει καρτ ποστάλ, καμάρωνε για τα ψηλά στοιχημένα κτήρια, τους φαρδείς δρόμους, τη λάσπη και τα σκουπίδια του. Τα ανθρώπινα πηγαδάκια μπροστά στα νεκρά καταστήματα και τις άδειες βιτρίνες κοιτούσαν τη σχάρα του αυτοκινήτου.
Αναζητούσε με το βλέμμα κάποιον δικό του όταν τον κύκλωσαν αλαλάζοντας οι δυο γιοι του, ο Παντέλι και ο Μπράνκο. Οι φίλοι του ζύγιζαν με το μάτι και έψαχναν με την αφή, για να μετρήσουν την επιτυχία του ξενιτεμένου. Ευθυγράμμισε το σάκο με το σώμα του για να χωρέσουν οι στροφές της σκοτεινής και μουχλιασμένης σκάλας της πολυκατοικίας το σύμπλεγμα. Οι πόρτες μέχρι τον πέμπτο όροφο άνοιγαν, από τις φωνές των παιδιών, για το καλωσόρισμα του φορτωμένου. Μια κρυφή ζήλια πλανιόταν στο κλιμακοστάσιο μέχρι τη δική του πόρτα. Η ανοιχτή αγκαλιά της γυναίκας, μουσκεμένη από τα δάκρυα. Της μάνας, πλατιά, πρόσχαρη και συγκρατημένη. Η λευκή ποδιά καθάριζε την όραση. Η πόρτα μπορούσε πλέον να μείνει ξεκλείδωτη.
Το βλέμμα του έπεσε αμέσως επάνω στο ψυγείο που αγοράστηκε από τα μεταναστευτικά του εμβάσματα. Ένα μηνιάτικο του κόστισε αυτή η πολυτέλεια. Είκοσι πέντε χρόνια δουλειάς μέσα είχαν χρειαστεί στον πατερά του για ν' αποκτηθούν δυο ντιβάνια, το διπλό κρεβάτι και μια κούνια.
Αν ζούσε τώρα και έβλεπε...
Τα αγόρια είχαν ήδη φορέσει τις αθλητικές φόρμες πάνω απ' τα παντελόνια τους και άνοιγαν τις ζελατίνες των ζαχαρωτών. Παρ' όλο που η αγκαλιά της Λουμέ είχε γεμίσει από κονσέρβες, ζάχαρη και καφέ, εκείνη δεν έφευγε, περιμένοντας την τελευταία αποκάλυψη. Όταν βγήκε η τηλεόραση, αργά, σχεδόν τελετουργικά, οι επισκέπτες, στη βιασύνη τους να καταλάβουν μια θέση, κάθονταν όπου έβρισκαν. Οι υπόλοιποι ακούμπησαν στον τοίχο και περίμεναν τη σύνδεση.
Ο Ντουρίμ την τοποθέτησε πάνω σε ένα μεταλλικό τραπεζάκι κι η μάνα του βιάστηκε να τη σκεπάσει διαγωνίως με ένα κέντημα. Όταν πάτησε το κουμπί, τα παράσιτα που πλημμύρισαν το δωμάτιο σκέπασαν τα ενθουσιώδη επιφωνήματα των παρευρισκομένων. Στο πρώτο κανάλι που κατάφεραν να πιάσουν, ο εκφωνητής, περιχαρής, αναφερόταν στην ανάκαμψη της αλβανικής οικονομίας.
Η Λουμέ τραβήχτηκε πίσω στην κουζίνα ν' ανάψει το γκάζι για να βράσει το νερό. Έπρεπε να κεραστούν οι πρώτοι για να πάρουν σειρά οι επόμενοι. Τα φλιτζανάκια του καφέ ήταν μόνο δύο. Δεν έφταναν για όλους.

*



Αυτή τη φορά θα έμενε πέντε ή έξι μήνες έξω, το πολύ μέχρι τον άλλο χειμώνα, και θα γύρευε δουλειά στα χωράφια. Τρία χιλιάρικα μεροκάματο, τροφή και στέγη. Για τον ίδιο τα τσιγάρα του και, που και που, καμιά μπύρα όταν έμπλεκε με άλλους από την πατρίδα. Προτιμούσε τη σιγουριά της γης - αυτήν άλλωστε ήξερε - παρά να τρέχει στα γιαπιά και στα σιδεράδικα.
Όταν έφτασε έξω από την Ασφάκα Ιωαννίνων σταμάτησε στο πέτρινο εικονοστάσι της κορυφής. Άνοιξε το τζαμένιο πορτάκι και έψαξε με το βλέμμα το στενάχωρο εσωτερικό του, που το βρήκε άδειο. Μετακίνησε τα μικρά εικονίσματα του Αγίου Αντωνίου και σήκωσε, με θυμό, το πλαστικό δάπεδο. Τίποτα. Όταν εγκατέλειψε όλες τις προσπάθειες ένοιωσε το σφυροκόπημα στα μηλίγγια του να καταλαγιάζει. Η οργή του είχε εξανεμιστεί και ό,τι είχε απομείνει έμοιαζε περισσότερο με λύπη. Ακούμπησε με την πλάτη στις λαξεμένες πέτρες και άφησε το σώμα του να γλιστρήσει στα χόρτα.
Όταν, κατά την πρώτη του κάθοδο πριν από δέκα περίπου μήνες, πέρασε από το ίδιο σημείο, είχε αφήσει στο εσωτερικό του εικονοστασίου ό,τι είχε και δεν είχε στην τσέπη του: ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα των δέκα λεκ.
Τι να το κάνει στην ξένη χώρα, είχε αναρωτηθεί, έτσι κι αλλιώς θα του ήταν άχρηστο. Κι ύστερα, ποιος μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα με ποια νομίσματα εξασφαλίζεται η εύνοια κάποιου άγνωστου Θείου, σκέφτηκε υπερβαίνοντας τις θρησκευτικές του διακρίσεις. Εκείνη τη στιγμή εκείνο που προείχε ήταν η εξασφάλιση προστασίας κάποιου ντόπιου Αγίου. Στο κάτω κάτω, ας το εξαργύρωνε Εκείνος, αν ήθελε, στον επάνω κόσμο. Τέλος, όταν κάποτε θα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, πλούσιος, ξέχειλος από δραχμές, δολάρια και μάρκα θα άλλαζε το φτωχό χαρτονόμισμα με κάποιο άλλο, αναγνωρισμένο.
Δε ξανασκέφτηκε τον Ηπειρώτη Άγιο και το τάμα που είχε κάνει μπροστά στο αλλόθρησκο εικονοστάσι, παρά την τρίτη μέρα της επιστροφής του στην πατρίδα. Όταν έφεραν, απ' έξω, τον φίλο του Μπασκίμ Λέκα μέσα σε κάσα, σκεπασμένο. Ο χρόνος που είχε μεσολαβήσει από τη μέρα του θανάτου μέχρι την ανεύρεση του πτώματός του στο χαντάκι του Εύοσμου δεν επέτρεπε τη θέα. Ούτε καν την προσκύνηση.
Έτσι όπως ήταν τώρα καθισμένος καταγής, έντρομος συνειδητοποίησε πως δεν είχε προνοήσει να κρατήσει κάποιο ελληνικό χαρτονόμισμα στη δεύτερη κάθοδό του για την ανταλλαγή . Το τελευταίο διακοσάρικο το εξαργύρωσε με τον καφέ των συνόρων.
Ακουμπισμένος στις πέτρες του της ερήμου οικιστή Αγίου αναρωτήθηκε, τι να απέγινε άραγε το χαρτονόμισμα που είχε αφήσει κάποτε. Θα το πήρε κάποιος δικός τους που πέρασε από το ίδιο πέρασμα, συμπέρανε, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση που ακολουθούσε. Γνώριζε καλά τη φάρα του και δεν αμφέβαλε διόλου για την τύχη των χρημάτων.
Έβγαλε από την τσέπη του δυο διπλωμένα χαρτονομίσματα και, ανασηκώνοντας το πλαστικό δάπεδο, τα έσπρωξε από κάτω.
- Αν γυρίσω από τον ίδιο δρόμο θα σου τ' αλλάξω, μίλησε στον Άγιο. Αλλιώς κάνε τα χαλάλι, του είπε, και ξεκίνησε να συνεχίσει το δρόμο του αφήνοντας την πόρτα του εικονοστασίου ανοιχτή.

*



Τον έκτο μήνα της παραμονής του στην Ελλάδα, βρέθηκε στην Πετροπηγή Καβάλας, μαζί με άλλους τρεις συμπατριώτες. Μια τετράδα που άρχισε να σχηματίζεται καθ' οδόν, για να ολοκληρωθεί στις όχθες του Στρυμόνα ποταμού.
Τους τράβηξε ο κάμπος της Χρυσούπολης και οι δουλειές των χωραφιών. Εγκαταστάθηκαν σε έναν αχυρώνα, χωρίς πόρτες και παράθυρα, στις παρυφές του χωριού, κοντά στις αποθήκες του συνεταιρισμού. Τη μέρα κάθονταν στην πλατεία, έξω απ' το καφενείο ή το παντοπωλείο και περίμεναν. Όταν κάποιος τους καλούσε και τους έκλεινε, δε ρωτούσαν το είδος της απασχόλησης, παρά μόνο, μετά την πληρωμή, τον παρακαλούσαν να διαδώσει ότι τους αντάμειψε με κάποιο ευτελές ποσό για να μη θεωρηθούν πλούσιοι . Όλο και θα περνούσαν κι απ' αυτά τα μέρη οι δικοί τους, και δεν έπρεπε να μάθουν.

*



Τα ξημερώματα της δέκατης ημέρας εκείνου του Μαρτίου, κάποιος άντρας χτυπούσε επίμονα την πόρτα του πρώτου σπιτιού της Πετροπηγής, ζητώντας βοήθεια.
Ο ιδιοκτήτης του που πετάχτηκε έξω πανικόβλητος, αντίκρισε έναν από τους «Αλβανούς του χωριού», όπως αποκαλούσαν τους τέσσερις για να τους ξεχωρίζουν από τους άλλους, τους ξένους , πλημμυρισμένο στα αίματα.
- Τρεις δικοί μας ήταν..., προσπαθούσε να πει τραυλίζοντας ο άλλος.
Φορούσαν κουκούλες... Τους δώσαμε ό,τι είχαμε... Δεκαπέντε χιλιάρικα. Κρατούσαν ρόπαλα... Ένας καραμπίνα... Αυτός πυροβόλησε τους δύο..., προσπάθησε να πει και έπεσε λιπόθυμος χωρίς να ολοκληρώσει τη φράση του.

*



Οι κάτοικοι που τράβηξαν για την αποθήκη επαναλάμβαναν οργισμένοι πως, «δεν είναι κατάσταση αυτή», «Κόσοβο γίναμε», «τα καλάσνικωφ άναψαν», «να προστατέψουμε τα παιδιά μας», για να αναρωτηθούν στο τέλος, «τι κάνει η πολιτεία...;» .
Ο ιατροδικαστής που κατέφθασε έλεγξε τα τραύματα των δύο πτωμάτων και αποφάνθηκε πως πρόκειται για τραυματισμό εξ επαφής με σκάγια στην κοιλιά, την ωμοπλάτη και το κεφάλι.
Ο Αστυνομικός Διευθυντής, απευθυνόμενος προς τους συναθροισμένους είπε πως, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας.
- Ξεκαθάρισμα λογαριασμών, είπε, αυτό ήταν όλο κι όλο.
Δε συμβαίνει τίποτα περισσότερο απ' ό,τι και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, τους καθησύχασε.

*



Τους βαριά τραυματισμένους : Λαβέρ Χουζά, είκοσι τριών ετών, από την Καβάγια της Αλβανίας και Αλτίν Μπλογκού, είκοσι ενός, από τη Σελενίτσα, τους μετέφεραν στο Κρατικό Νοσοκομείο της Καβάλας για τις πρώτες βοήθειες.
Τα πτώματα των νεκρών, Σοκόλ Ζαϊμ, είκοσι πέντε ετών, από τα Σκόδρα και Ντουρίμ Γκοζέ, είκοσι επτά, από το Γκρέμσκι μεταφέρθηκαν στο συνοριακό Τελωνείο της Κρυσταλοπηγής για να παραδοθούν στους συγγενείς τους.

*



Ανάμεσα στα αντικείμενα που περισυνέλεξαν κατόπιν οι άντρες της αστυνομίας, βρέθηκαν δυο ζευγάρια αθλητικά παπούτσια, αχρησιμοποίητα, και μια ντουζίνα φλιτζανάκια του καφέ με τα πιατάκια τους, κατεστραμμένα.


Καβάλα, Οκτώβριος 1998


περ. ΥΠΟΣΤΕΓΟ τχ. 10, σελ. 98, Φθινόπωρο 1998, Καβάλα