Ξόβεργα με μέλι

Διηγήματα

Σελ 9-20

Η Άννα του Κλήδονα

Τα σπίτια μας ήταν αντικριστά.
    Ένας δρόμος τα χώριζε, τι δρόμος δηλαδή, δυο μέτρα πράμα ήταν εκείνος ο κάθετος κατήφορος που έβγαζε ίσια στη θάλασσα.
    Εγώ, αγόρι κοντοπαντέλονο, κουρεμένο με την ψιλή, να προεξέχουν τα αυτιά και να προκαλούν τους μεγάλους για καθημερινό κούρντισμα ή ξερίζωμα.
    Η Άννα, θηλυκό, μεγαλοκοπέλα ανέκαθεν, ψηλή με ξερακιανά πόδια και γουρλωμένα, άγρια μάτια από ξεθωριασμένο γαλάζιο και χρυσή καρδιά. Όχι που να το παινευτεί η Αγαθή, η μάνα της, αλλά σαν την Άννα της δεν υπήρχε δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, εις ην περίπτωσιν τη βάζανε στη σούμα... Χρυσοχέρα, καθαρή, τίμια και άβγαλτη, με το κατιτί της, όπως και να το κάνουμε χρυσή καρδιά, τέλος πάντων κι όλα τα άλλα τι να τα κάνεις, καλέ. Αχ... τύχη, καλή τύχη μονάχα να έχει το χρυσό της. Τι της λείπει δηλαδή, μαρ' Κατίνα; Όχι, ας το πει όποιος κοτάει τι; Εδώ βολεύτηκαν καν και καν, ας μην ονομάσω τώρα, θου, Κύριε, σταυροκοπιόταν, συγχύζονταν και τραβούσε, με νόημα, την ξεχειλωμένη μπλούζα της, ξέρεις εσύ.
    Ήξερε η Κατίνα πως έτσι ήταν, περίπου, και δε μιλούσε...
    Ένα ένα τα κορίτσια του δρόμου μας και όχι βέβαια πως ήταν όλα «καν και καν» βολεύονταν, καλο-παντρεύονταν και χάνονταν. Και μοναχά κάπου κάπου γινόταν κουβέντα γι' αυτά, όταν εμφανίζονταν σε γάμους και βαφτίσια, που τα βλέπαμε φουσκωμένα, γκαστρωμένα μόνιμα, θαρρείς.
    Αυτά είναι τυχερά πράματα, Αγαθή μου, γραμμένα κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Μπορούμε να τα βάλουμε με το Θεό τώρα; Αχ... καλότυχα να 'ναι όλα και καλοδιαλεγμένα. Δυο τις είχε η μάνα μου, μοσχαναθρεμμένες και μυξοπαινεμένες, αλλά μαθητούδι η μία και νήπιο η άλλη είχαμε καιρό. Μην το λες, μην το λες, σε τέτοια, σειρά δεν μπαίνει. Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου, φαρμάκωνε η Σωτηρία της Σοφούλας της «τσαμπούκ», και χαμήλωνε τα μάτια η Αγαθή, για να μετρήσει μονάχη της, βουβά, τους Μάηδες κι Απρίληδες της Άννας της, που όχι πως την πήραν τα χρόνια δα, αλλά...
    Μωρέ την είχαν καλοπάρει και καλοσηκώσει τα χρόνια την Άννα της και ψηλή ήταν και γουρλομάτα ήταν και αχλάδα ήταν. Απ' τα χαράματα στο δρόμο η χρυσοχέρα, μέχρι το θάμπωμα, με τη σκούπα στο χέρι, να ξεριζώνει χορταρικά και χώματα που έδεναν τις πέτρες του κακοτράχαλου κατήφορου, κάνοντας τον έτσι περισσότερο εχθρικό για τα μονίμως ματωμένα μας γόνατα.
    Τα άλλα τι μας νοιάζαν εμάς; Αγόρια εμείς, σιγουρεμένα στα παντελόνια μας απ' τα γεννοφάσκια, ας κάναν καλά με τα θηλυκά τους αυτοί που τα είχαν. Οι συμφορές, βλέπεις, έρχονταν από πάνω -ή από κάτω;- και πώς να τις ελέγξεις ή να τις κρατήσεις; Κάθε κορίτσι κι ένα δυστύχημα και μύρια προβλήματα με τη γέννηση του. Καβγάδες, χωρισμοί από κοίτης και τραπέζης, βουβαμάρα απ' τον ντροπιασμένο πατέρα που δε συγχωρούσε με τίποτα το σφάλμα της λεχώνας. Καημός και ντροπή: άλλο ένα θηλυκό στο σόι και τι να το κάνουμε; Καημός και πρόβλημα μέγα: η προίκα του. Η τιμή του όχι το πόσο πάει, αλλά η άλλη που τιμή δεν είχε και χαρά σ' όποιο την είχε, τουτέστιν η κοινωνική υπόληψις, η αγνότης, η παρθενία ερχόταν αργότερα, σαν μεγάλωνε και σχηματίζονταν. Με τι μούτρα θ' αντίκριζε ο κακότυχος πατέρας, σόγια και φίλους; Άλλο ένα βρακί στο σπίτι του διακύβευε επικίνδυνα τον, περί πολλού, ανδρισμό του και το κρυφό υγρό του σπόρου του.
    Κι η προίκα; Με το που γεννιόταν θηλυκό, πρόβαλε το ερώτημα: Τι θα της δώσουμε; Και ξέραν πως τίποτα δεν είχαν να δώσουν, ούτε και πολλές ελπίδες, είχαν ν' αποχτήσουν αργότερα, όταν ερχόταν η ώρα η καλή.
    Προσφυγιά στοιβαγμένη, «βολεμένη» στους γύρω συνοικισμούς της πόλης, κάτω απ' ένα κεραμίδι ή λαμαρίνα και πισσόχαρτο, μακριά απ' τους ηλίθιους του ρομαντισμού που υμνούσαν τον μουσικό θόρυβο της βροχής πάνω στον τσίγκο. Δεν είδαν αυτοί τις λεκάνες, τα ταψιά και τα τεντζερέδια που γέμιζαν τα κρεβάτια και τα τραπέζια, για να μαζεύουν το βρόχινο νερό που ο καλός Θεός τους έστελνε ίσια στον κυνηγημένο ύπνο τους. Η μάνα μου, σε κάθε σκεύος, έβαζε πετσέτες και πεσκίρια, για να μην πιτσιλάει ολόγυρα το νερό που έτρεχε από ψηλά.
    Για ποια προίκα να μιλήσουν λοιπόν; Τι είχαν, τι κουβάλησαν απ' την Ανατολή και τι απόχτησαν εδώ για να σιγουρευτούν;
    Η τιμή, ωστόσο, που τιμή δεν είχε... ερχόταν αργότερα. «Για μια τιμή ζούμε», έλεγαν και σφούγγιζαν με τις χερούκλες τους το κούτελο οι αρσενικοί. «Για ένα όνομα στην κοινωνία», ακουγόταν συχνά, σαν αντίβαρο της ανέχειας. Και φυσικά, «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ' όνομα», ορμήνευαν ολημερίς τις κόρες τους, που απ' αυτές, κυρίως, εξαρτιόταν το πολύτιμο αυτό πανωπροίκι. Δε λείπαν, βέβαια, προς ενίσχυση όλων αυτών, τα παραδείγματα προς αποφυγήν, για την τάδε πομπεμένη που «ακούστηκε» ή τη δείνα προγκεμένη που «την πήρε στο στόμα του όλος ο μαχαλάς». Τι κυνηγητά, παρακολουθήσεις, ξυλοδαρμοί, τι κουρέματα και φονικά ακόμα, από πατεράδες, αδέρφια και ξαδέρφια, στο όνομα του καθαρού κούτελου.
    Και τα θηλυκά χαμήλωναν τα μάτια και χάναν τη λαλιά τους, ζάρωναν και βούλιαζαν και δέχονταν μοιρολατρικά το γραμμένο του φύλου τους. Πού σκέψη για αντίλογο, αντίρρηση ή διεκδίκηση και επανάσταση; Ανακαλύφθηκε αργά γι' αυτές τις έρμες η πιπίλα του «φεμινισμού» που μηρυκάζουν τώρα οι διάφοροι σύλλογοι και ενώσεις άλλων στερημένων γυναικών που ξεφυτρώνουν κάθε τρεις και δύο. Ζάρωναν και βουβαίνονταν καθώς περίμεναν πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες και κατεβασμένες γρίλιες τι; Μήπως ξέραν κι αυτές; Έναν άγνωστον, βέβαια, που θα τις έβγαζε από δω μέσα, με στεφάνι στο κεφάλι και βέρα χρυσή, φυσικά, στο χέρι, μετά δόξης και τιμής, κι άντε να ξεμπερδεύουμε.
    Κατατρεγμένοι άνθρωποι, ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει γι' αυτό. Η τιμή τους, ό,τι είχαν και δεν είχαν, μαζί με την πασίγνωστη εργατικότητα, το μεράκι και κιμπαρλίκι τους. Ξεριζωμένοι είκοσι πέντε χιλιάδες, περίπου, πρόσφυγες απ' τα μέρη της Μικράς Ασίας, ήρθαν εδώ με το βρακί που φορούσαν για ν' αντιμετωπίσουν κατάμουτρα προβλήματα κατοικίας, εργασίας, υγείας και προσαρμογής. Έσκυψαν αγόγγυστα στη νέα γη οι περισσότεροι, που άγονη, ξερή και πετρωμένη, τους έδινε μόνο καπνόφυλλα και σίκαλη. Ακόμα έχουμε, θαρρώ, απ' τον παππού μου τον Ντελή ένα κομμάτι στον κλήρο της Παλιάς Καβάλας, που ούτε σίκαλη δεν είναι άξιο να φυτρώσει και κατάντησε βοσκότοπος για γίδια ή πίστα αγωνιστική μηχανόβιων καβαλαραίων. Οι υπόλοιποι απ' αυτούς μπήκαν στα καπνομάγαζα, στην τόγκα ή γίναν τεχνίτες, ραφτάδες και μαραγκοί, σαντράτσηδες και σαμαράδες ή μερακλήδες του πατσά και της μπουγάτσας, στις γωνιές και τα περάσματα των δρόμων. Μεροδούλι-μεροφάι και χτικιό, να φτύνουν αίμα και να γαμοσταυρώνουν κυβερνήσεις και αγίους, να κατεβάζουν καντήλια και να αναποδογυρίζουν πεθαμένους.
    Εμείς, ευτυχώς, είχαμε το σπίτι μας και δυο θηλυκά, βέβαια. Προικώο της μάνας μου εκείνος ο δίπατος τσατμάς, με τα τούρκικα κεραμίδια και τα ανάγλυφα ξόμπλια. Και έτσι βρεθήκαμε στα σύνορα Αγίας Βαρβάρας και Πεντακοσίων, στην κορυφή του απότομου κατήφορου της Λεωνίδου που έβγαζε ίσια στη μεγάλη θάλασσα. Ίδιος κι απαράλλαχτος, δηλαδή, με τους άλλους δρόμους της πόλης μας. Απότομοι κατήφοροι που χάνονταν στους δυο μεγάλους κόλπους του νερού. Και τα σπίτια, καβάλα το ένα πάνω στο άλλο, «αμφιθεατρικά» και «γραφικά» τοποθετημένα, δώσαν υποστηρίζουν μερικοί, αφελέστατοι^ το όνομα στην πόλη: Καβάλα. Τρίχες.
    Έτσι βρεθήκαμε, λοιπόν, αντικριστά με την Άννα μας.
    Γκαρσόνι ο πατέρας της, έσερνε το δεξί του πόδι για να θρέψει τρία γυναικεία στόματα υπήρχε κι άλλη αδερφή, ελεύθερη κι αυτή μεγαλοκοπέλα, ανέκαθεν. Αυτό το «ανέκαθεν» είχε όγκο και σχήμα συγκεκριμένο, χρώμα και μυρουδιά αναγνωρίσιμη και προχωρημένη αφυδάτωση. Είναι μερικά θηλυκά που, άσ' τα να πάνε και να μη γυρίσουν, γεννιούνται, θαρρείς, για να μείνουν στο ράφι, ες αεί. Ανήλικα ακόμα και περισσότερο αργότερα, βέβαια, κουβαλάνε τη σφραγίδα του τίτλου επάνω τους, που βροντοφωνάζει από μακριά κι άντε να τα πλησιάσει αρσενικός. Δεν είναι τόσο η όποια ασχήμια που έχουν, γιατί είδα εγώ να παντρεύονται κάτι θηλυκά ξεπλύματα και ξερατά, που λυπόταν η ψυχή μου τους γαμπρούς δίπλα τους ομορφόπαιδα, ως επί το πλείστον, σ' αυτές τις περιπτώσεις. Απ' τα μυστήρια της ζωής κι αυτό, κι άντε να το εξηγήσεις. Εγώ, ωστόσο, θαρρώ πως κατέχω αυτό το μυστικό, αλλά τ' αφήνω για μια άλλη φορά. Ας μη λέμε τέτοια τώρα και βγάζουμε άπλυτα στη φόρα και ξύνουμε πληγές αγιάτρευτες. Δεν είναι λοιπόν τόσο η ασχήμια που κουβαλάνε επάνω τους, αλλά κυρίως και κατά πρώτον, η μιζέρια που ντύνονται σ' όλες τις στιγμές και ώρες τους. Κακομοιριά και ζόφος, πικραντεριά και κλάψα, ξεφυσήματα, αναστεναγμοί και δε συμμαζεύονται. Και είχε η γειτονιά μας τέτοιες σωρό. Γεροντοκόρες, ανέκαθεν. Λες και τις μάζεψαν και τις στρίμωξαν εκεί, σ' εκείνα τα δικά μας μπαΐρια. Η κουμλού Ζηνοβία, η τρελοκαμπέρω Αρτεμισία, η ξερακιανή Μαριάνθη, η Ευγενία, η Σοφούλα η τσαμπούκ, η Άννα μας...

Η Άννα του Κλήδονα.
    Ιούνιος μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη και φούντωναν οι νυχτερινές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο μεθυστικό λαχάνιασμα και στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά, πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, εκεί που καρτερούσαν το ταξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων επιθυμιών, να δροσιστούν στο αεράκι της μεγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύματος.
    Και η Άννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φωτιές του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύσες ή τρία σπίτια που κατοικούσαν μονοστέφανες, να κουβαλήσει τ' αμίλητο νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια, σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή κουμπιά:

Κλειδώσατε τον Κλήδονα
στ' Αγιού Γιαννιού τη χάρη
κι όποιος είν' καλορίζικος
πρωί θα ξενεφάνει.

    Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό της το μαύρο και σκοτεινό:

Ανοίξατε τον Κλήδονα
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος
θεριός θεριακωμένος.

   Να ρίξει τ' ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και μορφές της τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε με τις χούφτες, όλο το χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και τα 'βαζε στο μαξιλάρι της να ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα βράδια, αλλά συχνά την έβλεπα, κάτι δευτεριάτικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος, θαρρώ. Τα ίδια και χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτες και τι να της φανερώσει ο Άγιος, που, στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα. Ασε το πόσες φορές έγραψε τ' όνομα της στο γοβάκι της νύφης, για να ψάχνει, κάθε φορά, να δει αν και πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που σήμαινε και το γρήγορο του επερχόμενου τυχερού. Θυμάμαι μια φορά, τι καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα έπεσε, όταν όλα τα κοριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη σόλα και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Άννα κι έπρεπε να το γράψει γιατί θα το έγραφε οπωσδήποτε στη μικρή καμάρα που, βέβαια, ήταν σίγουρο πως δε θα σβήνονταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που το 'γραψε πρώτη αυτή, στο κέντρο του πατούμενου, και σβήστηκε και φαγώθηκε, είδε χαίρι και προκοπή.
    Είκοσι τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού και τότε. Ανάψαμε κι εμείς στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν ν' αγκαλιάσουν τη γειτονιά, ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγάδες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές και πολλές φορές, ίσια και σταυρωτά και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε και τσουρουφλιστήκαμε στο άτσαλο τρεχαλητό μας. Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και νεράιδες, ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη απ' τη ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ' άστρα της εξαίσιας αυτής νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιράνουνε για να πάρει μαντική και τελεσματική δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνεια της όνομα αρσενικό ή να φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα ερχόταν. Μάζεψε κι η Άννα πυρωμένη στάχτη σ' ένα μεγάλο σινί, το σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το 'στρωσε στα κεραμίδια του σπιτιού της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγουρη κι αυτή τη φορά για το αίσιον αποτέλεσμα. Εμείς τ' αγόρια μείναμε, φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπαθιά και τενεκεδένιες ασπίδες μπλέκονταν με τα άγουρα στήθια των κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα απλωμένα γυναικεία εσώρουχα της μπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μας μέστωμα, για τη φυγή μας στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα από φώτα, μουσικές και ιαχές ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να 'ξερε ο καθένας μας, τότε, τι δρόμο θα τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χάνονταν της ζωής. Πού να 'ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω, με τόση γλύκα και παράπονο.
    Πάντως, εκείνο το βράδυ της έξαψης, ο Ανάστασης ο φιρφιρής ήταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι που τα κεραμίδια της Άννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ' την πάνω μεριά του δρόμου μας ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης ήταν σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρχή, με προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ' το ψωμί του, μετά, με θράσος έκοψε κομμάτια λαδωμένα και τα 'ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων και του ριζικού της Άννας της γουρλομάτας. Κι έτσι η τσογλανοπαρέα, μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμα της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του κλήδονα, του ριζικάρη.
    Το πρωί, με ξύπνησαν ξεφωνητά κι αλαλαγμοί: «Ψωμάς... ψωμάς... φούρναρης καλέ... Νά, ολοφάνερο το σημάδι...». Κι η Άννα με την πουκαμίσα και χωρίς τη σκούπα στο χέρι αυτή τη φορά, καταμεσής του απότομου κατήφορου, κρατούσε το σινί, το σήκωνε και το περιέφερε κράζοντας να βγει όλη η γειτονιά, να δει το θαύμα. «Φούρναρης καλέ... Νά, ο Αϊ-Γιάννης το 'δειξε... Ψωμάς... ψωμάς... κοιτάχτε...» επέμενε, να βγουν οι γειτόνισσες και τα γειτονοπούλα να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τα κομμάτια του λαδωμένου ψωμιού που της έστειλε ο Άγιος της βραδιάς, να πιστέψουν αυτή τη φορά, για να μην έχουν ν' αμφιβάλλουν μετά και να λένε πίσω απ' την πλάτη της τα μύρια όσα.
    Πρόλαβα και είδα την Αγαθή, τη μάνα της, μέσα στο σπίτι τους να σταυροκοπιέται απανωτά. Για το θαύμα άραγες του Αγίου και να βγει αληθινό ή για την αλαφράδα της κόρης της κι ο Θεός να βάλει το χέρι του από δω και πέρα; Ποτέ δεν έμαθα.
    Η μάνα μου μού φάνηκε πως βούρκωσε. Για το σημάδι του κλήδονα αυτή, για τη συμφορά της γειτόνισσας ή για τη μακρινή τύχη των δύο αδερφάδων μου; Πού να 'ξερα τότε.
    Πάντως, η Άννα μας από κείνη τη μέρα και κάθε πρωινό, μετά, καλοντυμένη και στολισμένη φρεγάτα με σκουλαρίκια, γιορντάνια, μπακίρια κι ό,τι άλλο είχε ή έβρισκε, ξεκινούσε για ψωμί, παίρνοντας σβάρνα όλους τους φούρνους, Αγίας Βαρβάρας, Πεντακοσίων, Σούγιολου και βάλε.
    Από Ξάνθη και Δράμα τη συμμάζευαν οι δικοί της, αργότερα.


    Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά.




Σελ 45-57

Ο οργισμένος Βαλκάνιος στα τενάγη των Φιλίππων

Θέλεις να μάθεις τη φιλοσοφία μου για τη ζωή;
- Νά! λοιπόν» έλεγες και κατέβαζες κάθετες κι ανοιχτές τις δυο παλάμες σου, μπροστά, στην «ιερή οικογένεια» που έλεγες ότι κρύβεις στα σκέλια σου, σαν τσεκουριά και θυσία σ' αυτά που πίστευες τρανά και μονάκριβα. Να κόψεις κεφάλια και δίδυμα στρογγυλά απ' τη ρίζα, να τ' αφήσεις να κατρακυλήσουν στον κατήφορο κι ακόμα παραμέσα.
   Μετά, με κοιτούσες κατάματα, έτοιμος, θαρρούσα, να ριχτείς καταπάνω μου, με χρώματα κόκκινα και μελανά στα μούτρα, δάγκανες κι έφτυνες του κόσμου τα πουστιρλίκια και κατάρες.
   - Εδώ η δύναμη, ρε σεις... Απ' εδώ κρέμεστε όλοι σας... Βούρλα.
   Και ξαφνικά σου την έδινε για τα καλά, σ' έπιανε το τρελό σου κι άρχιζες να ουρλιάζεις κουνώντας χέρια και πόδια, με τα μάτια πεταμένα έξω, σκοτεινά και πεθαμένα.
   - Θα 'ρθει η μέρα, ρε σεις, που θα με προσκυνήσετε όλοι σας... Στα πόδια μου θα σας έχω, θα σας πατώ και θα σας κατουρώ... Μαλακισμένα σκατά.
   Εδώ τελείωνες και καθόσουν για τσιγάρο, βουβός για ώρα.
   Τι άλλο να πεις και τι να ζητήσεις;
   Το βιβλίο που σου χάρισα τον περασμένο μήνα, ήταν πεταμένο στο πάτωμα σκισμένο και βρόμικο.

- Λοιπόν;
   -Τι λοιπόν, μωρέ; Δεν τα 'παμε;...
   -Για τη φιλοσοφία της ζωής που έλεγες και... τη χαμούρα κοινωνία.
   -Γάμησε τα.
   Την ήξερες, έλεγες, τη φιλοσοφία της καριόλας και ανθιζόσουν τα γούστα της, αλλά...
   -... καθότι μεγάλη ξεσκίστρα, χέσ' την.
   Και το Φάνη τον ήξερες, απέξω κι ανακατωτά κι ας τον φώναζες μ' άλλα ονόματα και λογιών μεταβαπτίσεις.
   -Οργισμένο αρχίδι κι αυτό, μουρμουρίζεις. -Του Νίκου Νικολαΐδη, διευκρινίζω για σπάσιμο.
   -Ποιος μαλάκας είναι πάλι αυτός;
   -Ασε...
   Τραβάς το φερμουάρ του παντελονιού σου και τακτοποιείς το καβάλο.
   -Αλφαδιά να πούμε, έτσι; και χουφτώνεις το φούσκωμα.
   -Εδώ, ρε μαλακισμένα, ο κόσμος όλος, λες, σα βρισιά και σιχτίρισμα. Εδώ σας έχω γραμμένους όλους, φτωχομπινέδες.
   Δένεις την πόρπη της ζώνης σου και είσαι απ' τη μέση και πάνω γυμνός και πολύχρωμος. Το στήθος σου σχεδόν καθαρό: χνουδάκι ξανθό, σπυράκια και μια χαρακιά. Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας και καμαρώνεις. Είναι ό,τι έχεις και δεν έχεις, σκέφτομαι: το σώμα κι ο τσαμπουκάς σου. Προς το παρόν, βέβαια...
   Σηκώνεις τα χέρια, τα δένεις, φουσκώνεις και τα περνάς στα σκέλια, μαζεύεις αίμα και μιμείσαι στάσεις και πόζες γομαριών αγαπημένων σου περιοδικών. Πιέζεις να συνθλίψεις αυτό που γλιστράει απ' τη χούφτα σου και φεύγει άπιαστο κι αόρατο, πετάς φλέβες, μούσκουλα και μανιάζεις.
   Ναι, είναι ό,τι έχεις και δεν έχεις, σκέφτομαι: την οργή σου.
   -Κάνε τσιγάρο, σου προσφέρω το άφιλτρο.
   -Πες μου, λέω και εννοώ τη χαρακιά.
   -Δώσαμε μάχη, λες, με τα χαχόλια...
   Καμαρώνεις για το τρόπαιο και δε συνεχίζεις την ιστορία. Αποφεύγεις τις περιγραφές, από εγωισμό της νιότης, ίσως ή από σπαρίλα περισσότερο. Μ' αφήνεις να φαντάζομαι και να λοξοδρομώ.
«Είσαι ικανός εσύ για τέτοια και τα καταφέρνεις σ' αυτά», διαβάζω στα μάτια σου το περιπαιχτικό φωτάκι της κυριαρχίας σου.
    Είμαι ικανός για τέτοια εγώ και εισχωρώ στα σκοτάδια των κινηματογράφων, επικαλούμαι εικόνες ταινιών επαναστατών χωρίς αιτία και ατίθασων με τα δερμάτινα σακάκια, τζιν, κοντό κούρεμα, μοκασίνια αστικών καουμπόηδων της μοτοσικλέτας.
    Τα καταφέρνω σ' αυτά και καταφεύγω στις σελίδες των βιβλίων να συναντήσω τους νεαρούς ταραξίες της ιστορίας σου που δούλευαν σκληρά σε βενζινάδικα και συνεργεία αυτοκινήτων, έβγαζαν καλά λεφτά και δεν έδιναν δεκάρα σε κανέναν. Εύρωστοι όλοι τους, όμως το δέρμα τους αρκετά απαλό σε ορισμένα σημεία που τους έβαζε σ' ένα σωρό προστριβές, ιδιαίτερα με τα κορίτσια.
-Λοιπόν;
    -Τι λοιπόν;
    -Για την Ελένη γίναν όλα;
    -Για την Ελένη.
    -Ποιος την είχε γκόμενα;
    -Εκείνος.
    -Και του την έφαγες;
    -Εκείνη τα 'ριξε πρώτη.
    Ήσασταν στην «Αρζεντίνα» με τα παιδιά και παίζατε μπιλιάρδο. Μπούκαραν τα κωλόπαιδα και στήθηκαν στον πάγκο. Καταπάτηση λεγόταν αυτό και εισβολή σε ναούς και ιερά. Τι δουλειά είχαν τα τσογλάνια στα μέρη σας; Τι τους έτρωγε και το ζητούσαν έτσι; Ο Μπάμπης ήταν δικός σας άνθρωπος και το μαγαζί στην προστασία σας. Θα χαλούσε η πιάτσα και το όνομα. Ένα βάρος έπεσε και το μηχάνημα στη βούβα. Στον πάγκο τα κωλόπαιδα πίναν και κοίταζαν, γελούσαν στο κάθε χτύπημα της στέκας και έφτυναν χοντρά στο τσιμέντο. Ξεκόλλησε εκείνη απ' το σμάρι, σε κοιτούσε στα μάτια και είχε βαμμένο το στόμα, μισάνοιχτο, έτοιμο να σου πει ή να σε καταπιεί. Πέρασε δίπλα σου, σε άγγιξε κι η μυρουδιά της σ' έπνιξε όπως μπήκε μέσα σου και κατρακύλησε χαμηλά σε ξεσήκωσε. Αγκάλιασε το μηχάνημα με όλο το σώμα της και έριξε το νόμισμα στη σχισμή. Rock around the clock κι ο κώλος της πήγαινε κι ερχόταν στο τρέμουλο κάτω απ' το κολλημένο ύφασμα. Κουνιόταν ρυθμικά μονάχη, γυρνούσε μπρος-πίσω, πνιγμένη στους παφλασμούς των βυζιών και των καπουλιών της. Έσταζε ο ιδρώτας σου κόμπους ζεστούς και στέγνωσαν τα χείλια σου. Οι δυο πλευρές μέναν ακίνητες και φουσκωμένες. Ένας να κουνούσε το χέρι του, έτσι, να ξύσει τη μύτη του ή να έκανε πως ανάβει τσιγάρο, πάει. Το κακό αδημονούσε και καραδοκούσε το σύνθημα. Εκείνη στη μέση, βουτούσε κι αναδύονταν στα κύματα της λαγνείας της κι ο Μπάμπης πίσω, ανάμεσα σε πολύχρωμα μπουκάλια, χεσμένος. Την πήραν και φύγαν ήσυχα, με μια αίσθηση θριάμβου στο βλέμμα και τα χείλια. Εσύ τα έβαλες με τις κοκάλινες μπάλες. Τις κυνηγούσες με λύσσα, τις βροντούσες και τις εξαφάνιζες μία μία στις τρύπες της γωνίας.
    Η άλλη νύχτα ήταν βουβή κι αφέγγαρη στα τενάγη των Φιλίππων και τα μηχανάκια σβηστά στο χωματόδρομο, σε παράταξη αναμονής. Απ' εδώ κι απ' εκεί η αγωνία κι ο κοχλασμός. Εσείς κι οι άλλοι, ένας κόσμος βουβός, με πρόσωπο στεγνωμένο, στη λάσπη και τη σφιγμένη ανάσα. Ώσπου να πέσει η πρώτη φωτεινή δέσμη σα σπαθιά κι αμπάρα. Στη σκόνη που παρεμβαλλόταν και αιωρούνταν άναψαν αυτομάτως δεκάδες φώτα. Οι μηχανές άφησαν το γκάζι τους και ξέσκισαν τη νύχτα ακολουθούμενες από βρισιές και ιαχές πρόωρου θριάμβου. Δόξα, δόξα και μπινελίκια βαρβάτα. Η τελετή χωρισμένη στα δύο: το ένα του θάμπους, το άλλο του αγγέλου.
    Η μάχη που ήθελες να κρύψεις ή βαρέθηκες να πεις.
    Οι αναβάτες ρίχτηκαν σε μια φωτιά που δεν ήξεραν το σχήμα της ούτε που νοιάζονταν άλλωστε και στ' αρχίδια τους. Τι θα ωφελούσε σάματις και ποιος νοιαζόταν γι' αυτά; Οι άλλες φωτιές που άναβαν, είχαν τάχατες προορισμό;
    Άσ' τους να καούν, γελάω και τους αφήνω. Είναι νέοι ακόμα, σκέφτομαι, και τα μάγουλα τους δεν έχουν εμπόδια να κρατήσουν τα δάκρυα. Θα τρέξουν και θα στεγνώσουν γρήγορα. Αυτό δεν ήταν τάχατες ό,τι είχαν και δεν είχαν; τα νιάτα τους. «Να είσαι νέος, αυτό είναι μαγκιά», μου είχες πει, «το καλύτερο μου». Κι ας ήξερα πως έτρεμες στην ιδέα ότι θα γεράσεις και δε θα 'χεις τι να κάνεις.

-Αυτός είσαι, μεγάλε.
    -Τα 'πα καλά;
    - Μέσα. Άλλωστε, εσύ είσαι ο διαβασμένος, τα ξέρεις καλύτερα... Πώς γίναν... πώς έπρεπε να γίνουν... Ό,τι πεις, δικέ μου.
    Ήξερες να περιπαίζεις και να κυριαρχείς.
    Μέσα ή έξω, τέλος πάντων, απ' αυτήν τη μανία, αραχτός ή εποχούμενος τελετάρχης, έχεις κι εσύ το μερίδιο σου σ' αυτό το ασπρόμαυρο παιγνίδι. Ο Μάρλον Μπράντο μπροστά, με το πέτσινο, να γεμίζει όλο το πανί της σκέψης σου κι οι φωτογραφίες του να σκεπάζουν τον καπλαμά της πόρτας του δωματίου σου. Κι εσύ να περιφέρεσαι στη φλούδα του καθρέφτη σου μ' απομιμήσεις και ξεφτίδια, μαζί με χιλιάδες «αδέσμευτων μυαλών» και στρατιές «άτακτων σκατών». Το σώμα σου μια μοίρα κι ένας ουλαμός και το σημάδι γραμμένο στο κούτελο ανεξίτηλα.
    -Δε φοβάμαι κανέναν, ρε, γι' αυτό είμαι εντάξει, λες.
    Κι ας ξέρω πως χέζεσαι απ' το φόβο των σκοταδιών και της τρυφερότητας. Βρίζεις και βλαστημάς, να ξεράσεις έτσι το σαράκι. Φτύνεις κατάμουτρα την κοινωνία και θέλεις να κάνεις χίλια κομμάτια ό,τι έχτισαν οι γέροι σου, νοικοκύρεψαν τ' αδέρφια σου και όσα περίφραξαν οι γειτόνοι. Δε σβήνει όμως με τίποτα αυτή η μιζέρια. Δεν ξεκολλάς έτσι εύκολα, μάγκα μου, απ' αυτά τα τενάγη.
    Χαλαρώνεις και μικραίνεις. Γίνεσαι στρογγυλός σαν κατοικίδιο.
    Σου θυμίζω εκείνη τη θέση στη ΔΕΗ. .. Έτσι, για να σε διαολίσω.
    -Ο γέρος μου πιστεύει πως έχασα την ευκαιρία να τακτοποιηθώ σε μια τίμια και αξιοπρεπή δουλειά. Ξέρεις, η τιμιότητα που βγάζει φουσκάλες στα χέρια και βάζει νέφτι στον κώλο. Έτρεχα όλη μέρα με τη μηχανή στα κωλοχώρια του νομού και βάλε... Απ' τα βουνά με τα τσακάλια μέχρι τα γιαλοχώρια με τα σκυλιά που με ορμούσαν μόλις έκανα να μπω στις αυλές για να γράψω τα γαμημένα ρολόγια.
    Στρίβεις τσιγάρο και γελάς.
    -Πήγαινα κι εγώ, που λες, καθόμουν έξω απ' τα χωριά, κάπνιζα το τσιγαρλίκι μου, τα έβλεπα από μακριά, έγραφα ό,τι γούσταρα κι άει σιχτίρ τους λεχρίτες.
    Γελάς ανοιχτά και το φχαριστιέσαι.
    -Ο γέρος μου ακόμα γκρινιάζει και το κοπανάει κάθε φορά που είναι να δώσει κανένα φράγκο, ο αχινός. «Η υπηρεσία έχει καλή σύνταξη», έλεγε, «και καλό τάφο», τον πήγαινα κόντρα εγώ. Τώρα προβλέπει για μένα «άσχημο τέλος» και «κακά ξεμπερδέματα».

Γυρνάω την κουβέντα αλλού και σε ρωτάω για ελπίδες και όνειρα.
    -Είδα ένα όνειρο, λες.
    Το φως έξω κιτρινίζει και τα βουνά ντύνονται το βάρος σου. Αυτά να είναι το εμπόδιο άραγες;
    -Τα βουνά; Σιγά, ρε... Αυτά, έτσι να κάνω, τα έφερα βόλτα με την κουκλάρα. Τα άλλα είναι το ζόρι...
    Ανάβεις τσιγάρο απ' την καύτρα, πριν τη σβήσεις και τη λιώσεις.
    -Είδα ένα όνειρο τα ξημερώματα, επιμένεις και θέλεις να το πεις.
    -Πιστεύεις σ' αυτά; ρωτάω αδιάφορα, έτσι, να καθυστερήσω την αφήγηση και να παίξω λίγο με το σεκλέτισου.
    -Ασε τις μαλακίες...
    Είσαι κουλουριασμένος με τα γόνατα στο στήθος.
    -Κρατούσα στα χέρια μου ένα δελφίνι. Στεκόμουν πάνω απ' τη στέρνα, αυτή που είναι πίσω απ' το σπίτι μας με τα βρόχινα, και το κρατούσα στην αγκαλιά μου. «Ρίξ' το μέσα, ρε», άκουσα το γέρο μου να σφυρίζει πίσω απ' την πλάτη μου. Κοίταξα μέσα και κάτω απ' τα πράσινα νερά διέκρινα τα σαρκοβόρα. Κολυμπούσαν ύπουλα και περίμεναν τη λεία τους. Έδειχναν τα δόντια τους και πεινούσαν. Το έκρυψα στο στήθος μου και έτρεμα. «Ρίξ' το, ρε», με διέταξε πάλι και τον μισούσα. Έκανα να φύγω και μ' έσφιξε το μπράτσο. Με πονούσε και μ' έσπρωχνε, «ρίξ' το». Δεν είχα περιθώρια, να έπεφτα, να μην έπεφτα και το πέταξα. Έτρεμα κι ήθελα να φωνάξω «βοήθεια», όμως δεν έβγαινε άχνα. Γύρισα να δω το γέρο μου και τον είδα να χάνεται στα δέντρα και ν' ανεβαίνει το λόφο. Η μάνα μου πίσω απ' το παράθυρο κοιτούσε και δεν καταλάβαινε τίποτα. Έσκυψα να το τραβήξω έξω, τότε που δε μ' έβλεπε κανείς.
    Είδα το νερό κόκκινο και κατάλαβα πως τραβούσα ξεσκισμένες σάρκες.
    Πνίγεσαι και σταματάς. Γυρνάς την πλάτη στο κακό, όπως κάνεις όταν κλείνεις τα μάτια, να μη βλέπεις τους δράκους και να μην ακούς τα στοιχειά.
    -Ξέρεις κάτι; Νόμιζα πως το δικό μου σώμα ήταν φαγωμένο και κρατούσα τα δικά μου κομμάτια. Ήμασταν ένα πράμα, κατάλαβες;
    -Τι να καταλάβω;
    -Πώς το εξηγείς; με ρωτάς και διακρίνω ένα φόβο. Πώς να το εξηγήσω και τι ερμηνεία να σου δώσω; Αφού ξέρω πως εσύ έδωσες ήδη τη δική σου προφητεία. Είδες το σημάδι και το διάβασες.
    -Θα φύγω, λες, δε με παίρνει άλλο. Θα τη σαλτάρω, μάγκα μου, κι όπου βγει.
    - Για πού, να 'χουμε καλό ρώτημα;
    -Ξέρωγω; Σαλονίκη, Αθήνα... Κι άμα βιδωθώ, τραβάω για Μαρόκο, Αμερική... Στο διάβολο θα πάω, φτάνει να φύγω από δω μέσα.
    Απ' το φαγητό της μάνας σου και την απόρριψη του γέρου, θέλεις να πεις. Απ' αυτή την παράγκα των δύο δωματίων, με τον απόπατο έξω. Απ' αυτό το κωλοράδιο που πιάνει μονάχα μεσαία κι έχει τη βελόνα του κολλημένη στο σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Απ' αυτά τα βουνά και τα ίδια δέντρα. Απ' τα ίδια κι απαράλλαχτα, όλα τα στεκούμενα και στάσιμα. Απ' αυτό το μαράζι της φυγής. Να φύγεις, μπας και χαθεί αυτό το ντέρτι τότες...
    Όμως, οργισμένε παράφορε, ξέρεις κατά πού πέφτει η Ταγγέρη και τι μουσώνες φυσάνε στο Μαρόκο των ονείρων σου; Ξέρεις πώς στραφταλίζουν τα γυάλινα κτίρια στην άλλη μεριά της θάλασσας και πώς, τα χρώματα εκεί, αλαλιάζουν τα βλέμματα; Το άγαλμα της Ελευθερίας είναι ψηλά και πατάει σε στραπατσαρισμένες ελπίδες. Εσύ με τι θα ανταλλάξεις αυτές τις κοιλότητες στο στρώμα του κρεβατιού σου που βολεύεται το κορμάκι σου, διπλωμένο έμβρυο, με το κεφάλι στα γόνατα και τα χέρια κρυμμένα;
    Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη σου. Τον ιδρώνει το χνότο σου και τον παραμορφώνει το σάλιο σου. Κι εκείνος σου επιστρέφει την εικόνα σου θαμπή και νοθευμένη,
    Κατεβάζεις τη βαλίτσα με τα λουριά. Αρχίζεις να ρίχνεις μέσα ό,τι βρίσκεται μπροστά σου πρόχειρο κι εκτεθειμένο: εσώρουχα, κασέτες, τσιγάρα και πολύχρωμα περιοδικά.
    -Καλά, ρε οξύχολε, τι μύγα σε τσίμπησε ξαφνικά; Τι σκατά σ' έπιασε και πήρες φόρα; Κι αύριο μέρα είναι... σαλτάρεις με την ησυχία σου...
    Την κλείνεις βιαστικά και κάθεσαι στο καπάκι της. Μη δραπετεύσει η απόφαση κι η στιγμή, σκέφτομαι.
    -Φοβάσαι;
    -Σκάσε.
    Τώρα η λεκάνη της Μεσογείου είναι δική σου κι ο ωκεανός.
    Ο υπόλοιπος χώρος ανήκει στο όνειρο. Καλό ταξίδι.

«Δρόμο», θα φωνάξεις και θα μαρσάρεις σκληρά σφίγγοντας τη MACHULES μες στα σκέλια σου. Θα δώσεις όλο το γκάζι και θ' αναδυθείς μέσα απ' το γαλανό σύννεφο της εξάτμισης σα μαύρος άγγελος εκδικητής. Ιππεύοντας τα εκατόν είκοσι βρυχώμενα μίλια της, θα μπεις στην ομίχλη των Κερδυλλίων. Στα Βρασνά θα πέσεις στα πρώτα επεισόδια και θ' αρχίσεις να βρίζεις χοντρά. Στη Ρεντίνα θα σε σταματήσουν τα μπατσικά με τις ρούνες για ενημέρωση και υποχρεωτική αλλαγή πορείας.
    Ο δρόμος θα είναι κλειστός.
    «Κατέβηκαν τα κομμούνια και πιάσαν τον άξονα... έξω απ' την Απολλωνία. Όλη νύχτα καίγαν ξύλα και λάστιχα... Χαμός. Κρατάν τα καπνά τους απούλητα τα λιγούρια και ζητάν άλλες τιμές...»
    Θα σε στείλουν πίσω απ' τη λίμνη.
    «Θα βγεις στα Λαγκαδίκια κι απ' εκεί θα τραβήξεις...»
    Θα κατεβάζεις Χριστούς και Παναγίες, καθεστώτα και εξουσίες και θα πιάσεις την κατασκευαζόμενη καμπύλη, μαζί με άλλους εποχούμενους μαλάκες. Τα νερά, αριστερά, θα σηκώνουν σκόνες κι η άσπρη πάχνη θα είναι παχιά, καθισμένη στο σκυρόστρωμα. Ανάμεσα Μικρής Βόλβης και Μεγάλης, στη στροφή της γέφυρας, θα σφίξεις τα δάχτυλα σα μέγκενη και θα κολλήσεις τα μπούτια στα πλευρά της γκόμενας, θα ρίξεις το σώμα μπροστά, να τη σκεπάσεις και να σε κρύψει στον κόρφο της, γιατί θα έχετε πάρει δυο στροφές τρελές και τρεις, θα πετάτε πάνω απ' το χώμα και τα καλάμια, ντουγρού για τα μαδέρια και τις σιδερόβεργες, όπως θα χαράζετε, μαζί, μιαν ασημένια λάμψη.

Θα το διαβάσω στις ημερήσιες τοπικές.
    Θα αποδίδουν το συμβάν σε υπερβολική ταχύτητα και ολισθηρότητα του οδοστρώματος και θα δημοσιεύουν ασπρόμαυρο το σύμπλεγμα.
    «Πάλι σε όργιο έμπλεξες, μπάσταρδε...» θα κάνω την πρώτη σκέψη και τα χείλη μου θα είναι στεγνά στην απόπειρα του μορφασμού.


ΥΓ. Ξέχασα να σου πω πως, γύρω σου, ανθεκτικά έντομα θα συζούν, με μυθολογικά κεφάλια και σάλιο κολλαγόνο, λεβιάθαν και γήταυρος, έτοιμα να κληρονομήσουν τον πλανήτη. Εσύ, βέβαια, έφυγες ένα ταξίδι. Μη σε νοιάζει αν δε θα έχει χάρτες και πυξίδες στο περίπτερο. Εκεί θα βρεθείς χωρίς διευθύνσεις και τηλέφωνα στην κωλότσεπη και δε θα θυμάσαι κανένα όνομα δρόμου. Στο σταθμό δε θα σε περιμένει κανείς κι απ' το λιμάνι θα έχουν φύγει οι φωτογράφοι. Κανείς δε θα ρωτήσει ηλικία και επάγγελμα. Κι αν ακούσεις πίσω σου λαλιά, μη γυρίσεις να δεις. Δε θα 'ναι για σένα η φωνή. Δραπέτευσα απ' τη σκιά μου, να πεις κι όποιος σε πιστέψει.




Σελ 71-76

Άγγελος ξιφήρης

Ας το πω, λοιπόν.
    Είναι χρόνια τώρα που μ' έχει εγκαταλείψει ο καλός μου άγγελος των παιδικών μου χρόνων. Εκείνος ο κατάλευκος πυρφόρος που κατέβαινε κάθε βράδυ όταν, πριν κοιμηθούμε, εγώ κι οι αδελφές μου, τον παρακαλούσαμε να έρχεται συχνά, να φυλάει τους καλούς γονείς μας, τον παππού -η γιαγιά είχε πεθάνει- κι όλο τον κόσμο και να χαρίζει σε μας «χαρά και προκοπή». Ποια προκοπή ζητούσαμε τότε, ούτε γνωρίζαμε ούτε που την είδα ακόμη. Έτσι, πέφταμε να κοιμηθούμε, επάνω εκείνες κι εγώ στο στρώμα κάτω στο πάτωμα, με την παρουσία του αγγέλου στα βαριά μας βλέφαρα. Πού να τολμούσε, τότε, μαύρος κακός να με πλησιάσει; Πού να λαχανιάσει ο ύπνος μου, να ιδρώσει το λιγνό κορμάκι, να στεγνώσει το στόμα μου, τότε; Ακόμη, πού να πάρουν φωτιά τα στρωσίδια -όπως συχνά συνέβαινε μετά, ωσάν καιομένη βάτος- για να εμφανιστεί θεός σκαιός, επιτιμητής, θεός τιμωρός γιατί κατά το διάστημα της μέρας μου τον είχα πολλές φορές ξεχάσει. Πώς, άλλωστε, και γιατί να τον θυμηθώ και να τον καλέσω κοντά μου στα δρομολόγια της εξάτμισης, αυτά που με φέραν σε συνοικίες άγνωστες -Νέα Μενεμένη, Βάρνα και Ντεπό-, σε μισοφωτισμένα καλντερίμια της πάνω πόλης κι ακόμη σε πολυσύχναστες πλατείες, πεζοδρόμια και συνωστισμούς;
    Έτσι όταν, πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα την ολοκληρωτική απουσία του στιπλνού προασπιστή, δε θυμάμαι αν πόνεσα ή με ανακούφιση τη δέχτηκα. Καμιά φορά και η πιο προστατευτική παρουσία είναι περιττή. Αντε στο καλό, είπα και ξεμπέρδεψα. Αρχισα τότε να πλάθω δικούς μου αγγέλους, καταπώς έρχονταν τα πράγματα και βόλευαν: ξανθοί, μελαχρινοί ή ταμπακήδες, αλλά πάντα όμορφοι και γενναίοι, μ' εκείνη τη μικρή φλογίτσα στα μάτια, τις μεγάλες φτερούγες, αρκούντως προστατευτικές για τις πρώτες χαρακιές, που βάδιζαν δίπλα μου και με συντρόφευαν μέρα νύχτα στη σκληρή συναλλαγή. Αλλοτε πάλι, με πιάναν απ' το χέρι, με ξεκινούσαν και κατεβαίναμε μαζί τους δρόμους των συλλαλητηρίων, κατρακυλούσαμε στα ποτάμια των συνθημάτων, με τα χέρια σηκωμένα, εκεί που η τελευταία λέξη παραφυλάει στα σταυροδρόμια και τα γόνατα στα κοφτερά χαλίκια πληγιάζουν για να εκδικηθούν. Κι όταν, αργά τη νύχτα, κουρελήδες και αιμόφυρτοι γυρνούσαμε στο σκοτεινό δωμάτιο, μακριά απ' τη βουή του δρόμου και βρίσκαμε το ράδιο αναμμένο και το φεγγάρι με κλωστή δεμένο στο χώρισμα του φεγγίτη, εγώ κλειδαμπάρωνα την πόρτα από μέσα. Εκείνοι κάθονταν στην άκρη του κρεβατιού, βγάζαν τα σκονισμένα τους φτερά, πλέναν προσεχτικά μ' ανθόνερο τις σαϊτιές κι έτσι γυμνοί και γήινοι ξάπλωναν δίπλα μου, με τη ζεστή ανάσα τους στις φλέβες του λαιμού μου. Αργά ερχόταν ο ύπνος της βραδιάς, φορτωμένος μύθους και ιστορίες με χρώματα, όταν ανάμεσα απ' τη διπλή σειρά τα κάγκελα, το χέρι ψαχούλευε να κουλουριαστεί σε μια παλάμη.
    Θα θυμάμαι πάντα εκείνο τον χαλκένδυτο ξιφοφόρο, με τα πράσινα μάτια, που με συντρόφευε σε χρόνους μακρινούς πια, σε κρατητήρια και σε δωμάτια στρατιωτικών νοσοκομείων, τότε που τα λόγια κολλούσαν στον ουρανίσκο κι οι λέξεις μέναν μετέωρες: μήτε μπροστά στην απόφαση μήτε πίσω.
    Αλλά γι' αυτόν ίσως μιλήσω μια άλλη φορά.

Κύλησε χρόνος πολύς από τότε, που με μεγάλωσε και με βόλεψε εδώ, καρφωμένο με τα πόδια στην τύρφη των Φιλίππων. Καρπός πεταμένος στο χώμα ή, στην καλύτερη περίπτωση, σκιάχτρο με τα χέρια στην έκταση: ντυμένο άδειο πουκάμισο και καπέλο λερό, εκτεθειμένο αδιάκοπα στον κυματισμό του φόβου, με προορισμό να μένει για πολύ στη βροχή, μήπως και σωθούν έτσι σπόροι και οπώρες από ανεπιθύμητους, κατά καιρούς, επισκέπτες. Ενώ δίπλα, στο καμένο δάσος, κρεμασμένα ονόματα στάζαν αίμα και άνοιγαν κύκλους, μέχρι ν' αγγίξουν τη χειρονομία του θανάτου.
    Ώσπου ήρθες εσύ.
    Σ' έπλασα άγγελο ασπιδοφόρο και ξιφήρη, αρματωμένο νιάτα, περασμένα διπλές γραμμές στο στήθος, και περίμενα. Διάβασα για τον ερχομό σου στις γραφές και νήστεψα αυστηρά, έπλυνα τρις το σώμα και ντύθηκα νέα ενδύματα. Έδωσα τα χρυσαφικά, τ' ασημικά κι όλες τις πέτρες τάματα, μην πέσεις στο δρόμο σε ληστές, τα βρουν επάνω σου και σε κουρσέψουν. Έτσι, αιθέριου σώματος, βγήκα στον κήπο, σφάλισα γερά τα παράθυρα και κλείδωσα τις πόρτες. Κάθησα στο πρώτο σκαλί κι ήμουν έτοιμος για το δρόμο.
    Εκεί ήρθες και με βρήκες.
    Σήκω, είπες, δεν έχουμε καιρό. Δραπέτευσα κι άφησα πίσω μου Παίονες, Θράκες, Ηδωνούς και Βισάλτες, σήκω. Και μη μιλήσεις για ώρες κούρασης κι ανάγκης φτάνει. Αδειασε μόνο τις παλάμες σου, σκάψε στο χώμα, θάψε καθετί λατρευτικό και πάμε. Θα ουρλιάζει πίσω σου η νύχτα και θ' ανοίγει τρύπες στο κορμί της από λάδι καυτό. Μην την ακούσεις και μην τη δεις. Η κατάρα βρίσκεται σε ημικύκλια σπαθιών σήκω. Έκανες το πρώτο βήμα και σε πρόλαβα στη στροφή. Εκεί άφησα ένα ένα τα φορεμένα ρούχα στις ρίζες των φορτωμένων καρποφόρων, λίπασμα αυτών που θα' ρθουν. Ευλόγησες την ταφή: Εις αυτούς θέλω δώσει όνομα αιώνων, το οποίον δεν θέλει εκλείψει, έκρινες.
    Άνοιξαν τότε οι ουρανοί και δέσμες φωτός μας λούσαν και μας ζώσαν. Ακούστηκαν μελωδίες και ωδές από στόματα αιρετικών κι Αδαμιτών: τι Χατζιδάκις και Τσιτσάνης, τι νυκτωδίες και γιαρέδες. Κι εμείς, πρωτόπλαστοι, έπρεπε να ξεκινήσουμε απ' την έξοδο. Οπαδοί μιας άλλης δοξασίας εκπληρώσαμε τελετές της δικής μας θρησκείας, σε χώρους κλειστούς, εκείνο το βράδυ του Μαρτίου στη μικρή κωμόπολη, που την είπαν Πράβι. Διαβάσαμε τα άστρα που πέσαν πάνω μας σαν μια ευχή και μοιραστήκαμε αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Αυτόν φοβήθηκα και σου το 'πα. Ξέρω, είπες και γέλασες ανοιχτά, ξέρω. Σήκωσες τα άσπρα σεντόνια, τα έκοψες, να τυλιχτούμε, είπες, να μη φαινόμαστε στο δρόμο με το χιόνι. Ύστερα βούτηξες το χοντρό σχοινί στον ασβέστη, να το κρατάμε, είπες, μη σκορπιστούμε στα σταυροδρόμια. Έτσι, μέσα στις πηγές του Παγγαίου και τις φλέβες της Σκαπτής Ύλης έψαξα να σε γνωρίσω, να σχηματίσω τη μορφή και να κρατήσω τ' αρχικά του νέου μου αγγέλου. Εσύ, κλειστός, μη πολλαπλασιάσιμος κι αθάνατος, έσκυψες και με φίλησες στο στόμα.

Φωνάζω τ' όνομα σου δυνατά σε ύπνο και ξύπνο, ματώνοντας τη σιωπή του άλλου κόσμου. Σε σεριανίζω στην καινούργια μου πολιτεία, σ' αυτό το μικρό δίχαλο της θάλασσας, με τις καμάρες του νερού, τα βακούφικα και τον Μουχαμάντ Αλή Πασά ταριχευμένο στο κονάκι του -τι Σούγιολου και Παναγία, τι Βύρωνα και Δεξαμενή- και σέρνω τα βήματα μου στις πλάκες της μεγάλης παραλίας. Σε κουβαλάω στις απλωμένες αμμουδιές των τόπων μου και σε κρύβω στη φάτνη της αχηβάδας που χρόνια έκρυβα στον κόρφο της μνήμης μου. Ξαπλώνω στις ράχες των κυμάτων, να με ταξιδέψεις στο απέναντι νησί της αερίας, χρυσής και ηδωνίδας Θάσου, κι ακόμη, αν έχει διάφεγγο, στο μακρύ δάχτυλο του Αγιονόρους. Κι άλλο δε ζητάω πια, παρά να έρχεσαι συχνά, να με σκεπάζεις με τις βαριές σου φτερούγες, κι εγώ να χώνομαι μέσα σου βαθιά, να μικραίνω και να μικραίνω, τόσο που να μην υπάρχω, μέχρι την ώρα που θα σκύψεις, άγγελος ασπιδοφόρος και ξιφήρης, να με φιλήσεις στο στόμα.




 

<<Αρχική Σελίδα