Πλωτές γυναίκες

Αποσπάσματα

Σελ 15-21

- ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΗ, ΕΙΠΕ Η ΜΑΧΗ, καταβάλλοντας προσπάθεια που απαιτούσε τη συμμετοχή και της τελευταίας μυϊκής ίνας του σώματός της. Γύρισε να δει σε ποιο σημείο προετοιμασίας βρίσκονταν, επιτέλους, οι αδελφές της.
Στην κίνησή της λίγο έλειψε να ανατρέψει έναν τρίποδα που επάνω του ήταν τοποθετημένες δύο μενεξελιές κεφαλές αλόγων με ασσυριακές χαίτες.

*


Από τη στιγμή που ο Μιχάλης έφερε τη συνταρακτική είδηση, το σπίτι αναστατώθηκε. Άναψε ο πολυέλαιος με τα δεκάδες γυάλινα δάκρυα, τα αμπαζούρ, οι εξωτερικοί γλόμποι, ακόμη κι εκείνος της πίσω ταράτσας. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα το σπίτι είχε μετατραπεί σε φωταγωγημένο πλοίο, έτοιμο για αναχώρηση.
Η Νίκη επιχείρησε να ανοίξει τα παράθυρα, αλλά το κρύο που εισχώρησε βίαια την ανάγκασε να αλλάξει άρδην διαθέσεις. Περιορίστηκε στο διάπλατο άνοιγμα όλων των εσωτερικών χωρισμάτων. Η λεπτή βροχή που έπεφτε όλη τη νύχτα, λίγο απείχε από χιονόνερο, λιγότερο από χιόνι. Τα γύρω βουνά και το απέναντι νησί είχαν ήδη ασπρίσει.
Η Κλειώ άνοιγε ντουλάπες, συρτάρια και μπαούλα. Τα έκλεινε, αρχίζοντας από την αρχή.
Την πρώτη έκπληξη διαδέχθηκε η αμηχανία, τα ερωτηματικά παραχώρησαν τη θέση τους σε φωνούλες, γέλια και αναστεναγμούς. Ό,τι ακολούθησε, ήταν για τις αδελφές Δούκα, απλούστατα, συναρπαστικό. Αναρωτήθηκαν τι θα προσέφεραν στη Βασιλομήτορα και στη Βασίλισσα. Άρχισαν να κινούνται σπασμωδικά, χωρίς ίχνος ιεράρχησης. Δαντέλες, μουσελίνες, μεταξωτά και οργαντίνες άρχισαν να πετιούνται - ορισμένα με τις κρεμάστρες τους - παντού. Κατέβασαν από τα ράφια τις καπελιέρες και παρέταξαν τις κοσμηματοθήκες. Οι πολύχρωμες εσάρπες και τα τούλια που πετιόνταν στην τύχη, σκέπαζαν τις πρώτες επιλογές. Μοναδική ευκαιρία για τις γάτες του σπιτιού να τριφτούν στην ποικιλία των υφασμάτων και να ακονίσουν τα νύχια τους στις μεταλλικές κλωστές των κεντημάτων.
Όταν ήρθε η σειρά των παπουτσιών, ξεκλειδώθηκε η συλλογή της Πλουσίας.
Ψηλοτάκουνες γόβες ρίχνονταν ακατάστατα στο πάτωμα, γαλλικές σατέν με σκαλισμένες αγκράφες ή φιόγκους, άλλες κεντημένες με ασημοκλωστές. Δίσολα τούρκικα και σανδάλια μαροκινά. Ένα πλήθος γυναικείων παπουτσιών που το καθένα είχε να διηγηθεί την ιστορία του.
«Τα παπούτσια είναι η είσοδος της ψυχής», υποστήριζε, όσο ζούσε, η μητέρα τους. Όταν αγόραζε από τα πέρατα του κόσμου ό,τι φανταχτερό και ιδιαίτερο συναντούσε, αυξάνοντας την ήδη πλούσια συλλογή της.
Οι γάτες, παρακινούμενες από τις μυρωδιές δερμάτων και βερνικιών, εγκατέλειψαν τα υφάσματα και ρίχτηκαν στα νέα στολίδια και φούντες. Η Ιουλία, ενοχλημένη από την ακαταστασία, πατώντας στις μύτες, σχεδόν, των ποδιών της, τραβιόταν στις γωνίες των στενών περασμάτων. Το σπίτι ήταν μικρό και δεν άντεχε παρόμοιους συνωστισμούς. Ο τεράστιος όγκος της από την άλλη, δυσκόλευε περισσότερο την κατάσταση.
Μάζευε από το πάτωμα εκείνα που απέρριπταν οι δεσποινίδες και ταίριαζε τις γόβες σε ζεύγη. Ξεχώρισε μία κεντημένη με ασημένιες πούλιες. Τη χάιδεψε τρυφερά, αναζητώντας τον διαφορετικό, κάποτε, ήχο στο χωλό βάδισμα της Πλουσίας. Ένας παλιός πόνος της έσφιξε την καρδιά: Τικ-τοκ, τικ-τοκ. Έσυρε την παλάμη της να σηκώσει την ανύπαρκτη σκόνη από το λούστρο ενός επίπλου. Δεν είχε καλό ύπνο την προηγούμενη νύχτα και ένοιωθε εξαντλημένη. Ένας ασχημάτιστος ίσκιος τη βάραινε στο στήθος, εμποδίζοντάς την να ανασάνει.
Το καπάκι της παλιάς κασέλας έχασκε ανοιγμένο. Άνθινα στεφάνια, λουλούδια και πουλιά πλαισίωναν μια σκαλιστή ωραία πύλη στο κέντρο του σκέπαστρου. Το κλείστρο και το επιστόμιο της κλειδαριάς, καμωμένα από σφυρήλατο ασήμι, τόνιζαν το μυστήριο του περιεχομένου.
«Το ξύλο έχει περισσότερα μυστικά απ’ τους ανθρώπους», συλλογίστηκε, παραβάλλοντας τη σύγχυση των δεσποινίδων με την ακινησία της κασέλας. Διέκρινε την καταστροφή του ξύλου που χρόνια τώρα προσπαθούσαν, αθόρυβα και μεθοδικά, να επιταχύνουν οι μύκητες. «Το σαράκι δουλεύει συστηματικά στην ψίχα της καρυδιάς», σκούπισε τη σκόνη της παλάμης της στο εσώρουχο που βρέθηκε - ανεξήγητα πώς - στα χέρια της.
- Αχ, Λαλέ, Λαλέ, ψιθύρισε, με φόβο μην ακουστεί.

*


Η Μάχη, με την αίσθηση ότι η ελευθερία στην οποία μπορούσε να φτάσει ήταν μεγαλύτερη από εκείνη που τολμούσε να ζήσει, φόρεσε ένα μακρύ σατέν φόρεμα, γκρι του πάγου, με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ένα λεπτό δέσιμο σχήματος Χ στην πλάτη. Οι τσαλακωμένες πιέτες του δεν την απασχόλησαν διόλου. Πέρασε στα πόδια της ένα ζευγάρι σομόν ψηλοτάκουνες γόβες. Στους ώμους της έριξε ένα υφαντό από μπλε βισκόζ με πράσινα και κόκκινα λαχούρ σχέδια. Κρέμασε στο λαιμό ένα γαλλικό κολιέ από ασημί συνθετική ρητίνη. Πέρασε σε όλα της τα δάχτυλα δαχτυλίδια από ασήμι και σύρμα, μιμούμενη την πριγκίπισσα της Ουαλίας, Αλεξάνδρα, που λάνσαρε τη μόδα των πολλών εντυπωσιακών κοσμημάτων. Στον καθρέφτη το πρόσωπό της άλλαζε από κίτρινο σε κόκκινο, επιστρέφοντας πάλι στο κίτρινο. «Τι χρώμα παίρνει ένας χαμαιλέοντας όταν κοιτιέται στον καθρέφτη;», χλεύασε την αλλαγή, όχι μόνο των χρωμάτων της. Χαμογέλασε φιλάρεσκα. Έκλινε με χάρη το σώμα και λύγισε διακριτικά το γόνατο στο σχηματισμό μιας υπόκλισης. Σήκωσε το δεξί χέρι, κεκλιμένο, στο ύψος των ώμων. Ακούμπησε, ανεπαισθήτως, τα χείλη της στο κάτοπτρο σε μια πρόβα χειροφιλήματος.

*


Η Νίκη και η Κλειώ, ακόμη καθρεφτίζονταν. Κάποια στιγμή ζήτησαν τη γνώμη της Ιουλίας. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι, όπως κάποια άλλη θα σήκωνε τους ώμους. Ακούμπησε στην άκρη του κρεβατιού το εσώρουχο - ποιας ήταν, εν τέλει; - που ακόμη κρεμόταν από το χέρι της και γλίστρησε στο σαλόνι.
Οι γάτες την ακολούθησαν, εγκαταλείποντας την αφθονία των υλικών που τους είχε προσφερθεί. Ο χώρος της υποδοχής ήταν μονίμως κλειστός, απαγορευμένος ακόμη και για κείνες. Άνοιγε μόνο στις οκτώ Νοεμβρίου, στη γιορτή του Μιχάλη.
Στάθηκε μπροστά στην παλιά σεμενιέρα σαν υπνωτισμένη. Ξεκλείδωσε το συρτάρι που φυλάγονταν τα προσωπικά αντικείμενα, ανασήκωσε ένα διπλωμένο κέντημα και τράβηξε από κάτω ένα φάκελο από πορφυρό βελούδο. Έλυσε την κορδέλα και ένας βαρύς χάλκινος, ακτινωτός σταυρός γλίστρησε από μέσα, παρασύροντας κιτρινισμένες επιστολές, ευχετήριες κάρτες και τιμητικά διπλώματα. Χαρακτηριστικό όλων, η αποτύπωση του βασιλικού θυρεού με τα κεφαλαία αρχικά Α. Μ. από κάτω. Τα τακτοποίησε εκ νέου στο φάκελο και έκλεισε με ορμή το συρτάρι. Ήξερε πως κάποια στιγμή οι δεσποινίδες θα τα ζητούσαν.
Στην κουζίνα συνειδητοποίησε πως, εξαιτίας της απρογραμμάτιστης εξόδου που προέκυψε, το φαγητό θα πήγαινε χαράμι. - Εγώ ξέρω πώς τα εξοικονόμησα, λυπήθηκε για τα υλικά του παρασκευάσματος.
Με ύφος έμπειρου και ραφινάτου μάγειρα, έσκυψε πάνω από την κατσαρόλα και κάρφωσε με τη διχάλα ένα ροδαλό κομμάτι κρέας που προεξείχε. Το καταβρόχθισε, να πάει κάτω η απόγνωση. Της έκαψαν τον ουρανίσκο και τα δύο: το άρτυμα και το συναίσθημα.
Από το χάραμα στο πόδι, είχε μαγειρέψει "Ρόδια και Αγάπη". Έτσι αποκαλούσε η Πλουσία το φαγητό από στήθος πάπιας, κολοκύθα, καρύδια και ρόδια. Που, περισσότερο από τη γεύση, την ενδιέφερε η ονομασία των παρασκευασμάτων.
- Της παλιάς αυτοκρατορικής Περσίας, διευκρίνιζε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας.
Όση ώρα έκοβε σε γεωμετρικά σχήματα τα κρεμμύδια και τα διευθετούσε, με την καρυδόψιχα και τη μαύρη ζάχαρη, ενδιάμεσα από τα κομμάτια κρέας, το κάρδαμο, την κανέλα και το κύμινο. Όταν, σαν σε ιεροτελεστία, πρόσθετε υλικά με μαγικά ονόματα και ήχους Ανατολής, όπως το σαφράν, τα ροδοπέταλα και τους σπόρους από ρόδι.
- Καθαρίζουν το μέσα μας από ζήλιες και μίση αυτά τα ρουμπίνια, υποστήριζε για τους κόκκινους καρπούς.

*


- Στη μνήμη της, μουρμούρισε η Ιουλία, αναποδογυρίζοντας τα ροδαλά στήθη κοτόπουλων αντί πάπιας που είχε καταφέρει να βρει, αυτή ήξερε πώς.
«Το χαβιάρι του πλούσιου, οι φακές του φτωχού», αποδέχθηκε την κατάσταση στην οποία είχαν περιπέσει.
- Όσο ζω, το φαγητό θα είναι το τελευταίο που θα λείψει απ’ αυτό το σπίτι, έδωσε όρκο στην εκλιπούσα.

*


Όταν ακούστηκε η φωνή του Μιχάλη, η Κλειώ βρισκόταν στο “Salon de l’ art”, όπως αποκαλούσε την αποθήκη τής πίσω ταράτσας, που κατά καιρούς είχε δεχθεί πολλαπλές μετατροπές χρήσεων - και ονομασιών - από την ίδια, για να καταλήξει σε εργαστήριο αργυροχοϊας. Παράτησε τη λεπτή βέργα από ασήμι που κρατούσε και πετάχτηκε έξω.
- Ο Μέγας Κωνσταντίνος είναι στην πόλη μας, κραύγαζε εκείνος, απολαμβάνοντας την αδημονία των αδελφών του.
Το επίθετο Μέγας το προσέδιδε ο Μιχάλης στον βασιλιά σε στιγμές έπαρσης, συνδέοντάς τον με δόξες βυζαντινές και μελλοντικές κατακτήσεις. Με ύφος Μεγάλου Αυλάρχη ανήγγειλε την άφιξη του βασιλιά Κωνσταντίνου, της βασίλισσας Άννας Μαρίας, της πριγκίπισσας Ειρήνης, του πρίγκιπα Διαδόχου Παύλου και της πριγκίπισσας Αλεξίας.
Και σαν η αναφορά στη Βασιλομήτορα να ήταν το μέγιστο που επιφύλασσε, ανήγγειλε τη μητέρα λαού και στρατού, βασίλισσα Φρειδερίκη, τοποθετώντας την πολύτιμο πετράδι στην κορωνίδα των εντυπώσεων που είχε προκαλέσει.
- Σύσσωμος ο Βασιλικός Οίκος, αναφώνησε.
Από την κουζίνα ένας στριγκός ήχος σήμαινε πως έσπασε κάτι, που κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τι ήταν.
Ένας θρίαμβος, εν είδη φωτοστέφανου, είχε επικαθίσει στους ολόξανθους βοστρύχους του Μιχάλη και τον λάμπρυνε.
«Τι όμορφος που είναι», θαύμασε την αρμονία των χαρακτηριστικών του η Κλειώ. «Τι λαμπερός.» Σκέφτηκε πως κάποτε μπορεί να ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Εκείνος κοίταξε τις αδελφές του έτσι όπως στέκονταν σαν κούκλες από άχυρο σε κήπο και λυπήθηκε. «Θα μεγαλώσουν κι άλλο», σκέφτηκε. «Χωρίς καν να το καταλάβουν θα γίνουν γριές. Και μια μέρα θα πεθάνουν. Μαζί μ’ αυτές κι εγώ».




Σελ 43-49
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΙΑΣΟΥΡΗΣ ΓΝΩΡΙΖΕ επακριβώς, από τη μέρα σχεδόν της γέννησής του πως τρία οικοδομήματα της Βασιλεύουσας: η βασιλική της Αγίας Σοφίας, το Ιερό Παλάτι και ο Ιππόδρομος αντιπροσώπευαν τους τρεις στυλοβάτες του Βυζαντίου: Τον Θεό, τον Αυτοκράτορα και τον λαό. Ο πατέρας του, Στυλιανός, φρόντισε να του διδάξει νωρίς πως όλη η ζωή τής πρωτεύουσας περιστρεφόταν γύρω από το δαίδαλο της αυτοκρατορικής Αυλής. Καταδικασμένος να ζει σ’ αυτό το δαίδαλο ο Κωνσταντίνος, επιθυμούσε, αλλάζοντας όνομα, να χριστεί απόγονος αυτοκράτορα, στρατηγού ή φεουδάρχη. Γι αυτό το σκοπό, όταν - το 1918, στην ηλικία των είκοσι δύο χρόνων - εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη επέλεξε ως πατρωνυμικό, μεταξύ των τόσων επιφανών ονομάτων, το Δούκας. Το μόνο που ήθελε από κείνους ήταν να δανειστεί την αίγλη του ονόματος• και ό,τι ευεργετικό ακολουθούσε την αναφορά του.
Ένα ελκυστικό παρουσιαστικό - είχε διδαχθεί από τον πατέρα του - συνοδευόμενο από ένα εξίσου λαμπρό όνομα είναι τα πλέον άριστα διαπιστευτήρια. Ικανά να ανοίξουν διάπλατα ερμητικά κλειστές πόρτες και να κάμψουν δύστροπους αρνητές.
Ο Κωνσταντίνος είχε δικαίωμα στην επιλογή, αφού η οικογένειά του μεταλάμβανε ακόμη επί άρτου και οίνου, σταύρωνε το ψωμί πριν το κόψει, κεντούσε κόκκινους σταυρούς στους πάτους από τις κάλτσες τους, έπινε νερό από τα αγιάσματα των γύρω περιοχών και επισκέπτονταν χριστιανικά εξωκλήσια. Κρεμούσαν τάματα, άναβαν κεριά στους τάφους των πεθαμένων τους, έτρωγαν χοιρινό και έπιναν οινοπνευματώδη.

*


Στην πραγματικότητα, ο λόγος αλλαγής του επωνύμου του ήταν περισσότερο πρακτικός και αναγκαίος. Η ανθελληνική εκστρατεία και η ποικιλότροπη καταπίεση των Ελλήνων, ώστε να εξαναγκασθούν σε εκούσια μετανάστευση, ήταν γεγονός. Οι επιτάξεις αγαθών, οι λεηλασίες, ακόμη και οι δολοφονίες, Όπως και η επάνδρωση με φυγόστρατους Έλληνες των ταγμάτων εργασίας - των διαβόητων amele tambourou - όπου πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες, την πείνα και τις αρρώστιες.
Ένας άλλος λόγος ήταν η οικονομική καταστροφή της επιχείρησης μετάξης των Διασούρηδων και τα τεράστια χρέη που ακολούθησαν. Με την αλλαγή του ονόματος ευελπιστούσε να απαλειφθούν οι υποχρεώσεις που τον κατέτρεχαν.
Πράγμα σύνηθες, άλλωστε, της εποχής, όταν πάμπολλοι Έλληνες εγκατέλειπαν τις πατρίδες τους και ταξίδευαν σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη προς ανεύρεση καλύτερης τύχης ή αποφυγή υποχρεώσεων και συνεπειών. Οι Καραμανλήδες της Καππαδοκίας, για παράδειγμα, απέβαλαν την τουρκική κατάληξη των επιθέτων τους, για να αποσυνδεθούν μια και καλή από την ανατολίτικη ρετσινιά. Σε αντίθεση με τους Έλληνες της Ηπείρου που προσέθεταν τη δηλωτική κατάληξη -ίδης, για να τύχουν της υποστήριξης των ισχυρών και απανταχού εξαπλωμένων Ποντίων. Σε παρόμοια αλλαγή, άνοιγε η γη και κατάπινε χρεώστες, λιποτάκτες, φυγάδες και κακοποιούς. Τα διάφορα πιστοποιητικά παραποιούνταν και σφραγίζονταν με βούλα, με την καταβολή ελάχιστου οικονομικού τιμήματος.

*


Ο νεαρός Διασούρης δεν προβληματίστηκε διόλου για το μικρό του όνομα. Μεταξύ των Ισαάκιου, Αλέξιου, Ανδρόνικου και άλλων, διατήρησε ώς το τέλος της ζωής του, το γνήσιο βαπτιστικό του: Κωνσταντίνος.
Έτσι όπως του το έκαμε χαλάλι ο πατέρας του εκείνη τη Δευτέρα, 8 Σεπτεμβρίου του 1902.

*


ΘΥΜΟΤΑΝ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ του σπιτιού τον έλουσαν, του έβαλαν καινούργια φορεσιά, χτένισαν τα μαλλιά του και τον παρουσίασαν στον πατέρα του, για να τον παραδώσει στο δάσκαλο του ελληνικού σχολείου της Πόλης.
Τις αδελφές του θα τις συνόδευε η Καυκάσια γκουβερνάντα τους.
Ο Στυλιανός τον πέρασε στο σαλόνι και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Τον σήκωσε από τις μασχάλες και τον έστησε όρθιο σε μια πολυθρόνα για να του μιλήσει.
Πίεσε στο μέτωπό του την σκαλιστή κεφαλή - αετού ή γύπα; - ενός μπαστουνιού που κρατούσε.

- Κωνσταντίνε, τώρα που ξεκινάς την πολύτιμη ζωή σου θέλω να γνωρίζεις γιατί δεν σου έδωσα όνομα Ευαγγελιστή ή Αποστόλου, αλλά Αυτοκράτορα. Σ’ εσένα έκαμα χαλάλι το όνομα του πρώτου και του τελευταίου Βασιλέα• την τιμή και τη δόξα. Μ’ αυτό θα είσαι υπερήφανος στη ζωή και ευτυχισμένος. Φτάνει να μιλάς ελληνικά, να θρησκεύεσαι σαν ορθόδοξος και να συμμορφώνεσαι στις πολύπλοκες υποθέσεις του πλούτου. Εκείνος που δεν είναι προετοιμασμένος να υπακούσει σ’ αυτά τα τρία παραγγέλματα, είναι καταδικασμένος να παραμείνει ένας ανεξέλικτος βάρβαρος. Εσύ οφείλεις να είσαι γενναίος, θαρραλέος και γενναιόδωρος. Μ’ αυτές τις χάρες θα κατακτήσεις όλους τους ηπείρους. Εγώ σε προίκισα με ομορφιά, τιμή και δόξα.

Ο Κωνσταντίνος κοίταζε τον πατέρα του και δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή όχι. Το ράμφος του αρπακτικού πίεζε τώρα τα τρυφερά του απόκρυφα. Το βλέμμα του Στυλιανού άλλαζε αποχρώσεις. Ανταύγειες χρυσού το μετέφεραν σε χρόνους και τόπους σκεπασμένους από σκόνη.

- Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν σκοτώθηκε, ζει, τον απείλησε.
Αφηγήθηκε την ιστορία ενός χριστιανού αγγέλου που σήκωσε τον Αυτοκράτορα - με όλο τον εξοπλισμό: άμφια, σκήπτρο και στέμμα - στα φτερά του, και τον μετέφερε να τον κρύψει σε βαθιά σπηλιά, κοντά στην Χρυσόπετρα.

- Από τότε μένει εκεί μαρμαρωμένος και περιμένει. Κάποια μέρα ο ίδιος άγγελος θα τον ξυπνήσει από το λήθαργο, θα τον σηκώσει στα φτερά του για να λειτουργηθεί και να μεταλάβει στον ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας. Μαζί με έναν άλλο Έλληνα βασιλιά, που μέλλει να γεννηθεί εξαδάχτυλος και να φέρει το ίδιο μ’ Εκείνον και με σένα όνομα. Οι δυο τους θα φτάσουν, καβαλάρηδες σε άσπρα άλογα, ώς την Κόκκινη Μηλιά.
Την έπαρση του Στυλιανού διέκοψε ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή που τους καλούσε. Εκείνος, αδιαφορώντας για το κάλεσμα, κάθισε, υποχρεώνοντας και τον Κωνσταντίνο να καθίσει. Τα ύψη πατέρα και γιου εξομοιώθηκαν. Τα γόνατά τους εφάπτονταν. Οι αναπνοές τους συναντιόνταν στους ρυθμούς πλημμυρίδας και άμπωτης.
- Αυτές, Κωνσταντίνε, το ιερατείο της θρησκείας μας τις θεωρεί κατώτερες, εκπροσώπους του κακού, λειψές και δευτέρας διαλογής στη Δημιουργία, είπε σκύβοντας περισσότερο, σχεδόν εμπιστευτικά.
Με τον τρόπο που τίναξε το κεφάλι προς την πόρτα, έδειξε πως αναφερόταν στις γυναίκες του σπιτιού και στα θηλυκά όλου του κόσμου. Ο Κωνσταντίνος αισθάνθηκε τα δάχτυλά του να συνθλίβονται σε μια πελώρια παλάμη. Το βαρύ δαχτυλίδι του πατέρα του τον πονούσε.

- Να θυμάσαι πως ο Θεός και ο Αυτοκράτορας αγαπούν τον πλούτο, συνέχισε εκείνος. Μη τον στερήσεις από αυτούς τους δύο• ούτε από τον εαυτό σου.
Ο Κωνσταντίνος άκουγε τον πατέρα του να μιλά για ένα τόπο που πότε ονόμαζε Κωνσταντινούπολη ή Πόλη και πότε Κωνσταντινιέ, Ντερ Σαδέτ ή Ισταμπούλ, και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να γείρει το κεφάλι και να κοιμηθεί. Όταν κοιμήθηκε με ανοιχτά τα βλέφαρα, είδε πως τάχα είχε ξυπνήσει από τον ύπνο του. Κατέβηκε τη σκάλα και άνοιξε τη βαριά εξώπορτα. Άρχισε να περπατά ξυπόλυτος στον νοτισμένο δρόμο και να ανεβαίνει μια ανηφόρα. Άκουσε τη μητέρα του να λέει σε κάποιον που ακολουθούσε, "μην του μιλήσεις, θα πάθει κακό". Τον πήρε στην αγκαλιά της και τον σκέπασε με την πελερίνα της.
Τα χτυπήματα στην πόρτα επαναλήφθηκαν. Η μητέρα του τους καλούσε για δεύτερη φορά. Τη στιγμή που ο Στυλιανός μιλούσε για μια εμπορική μητρόπολη που προσέλκυε εξερευνητές, πολέμαρχους και μοναχούς από τα πέρατα της γης για να παζαρέψουν το πολύτιμο μετάξι από το μονοπώλιο της Αυλής.
Ο Κωνσταντίνος μέσα στον ύπνο του φαντάστηκε πως κι ο πατέρας του, ως έμπορος μετάξης, ανήκε στο μονοπώλιο της Αυλής και αισθάνθηκε υπερήφανος.
Την υπερηφάνειά του σκιάσανε οι απορίες, γιατί δεν έπρεπε να του μιλήσει εκείνος του ονείρου, όπως συμβούλεψε η μητέρα του και γιατί, αν του μιλούσε, θα πάθαινε κακό;

*


Η μητέρα του ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλό του. Πίεσε την παλάμη της, λιγότερο από όσο επιθυμούσε, περισσότερο από όσο άντεχε η τρυφερή του επιδερμίδα. Χωρίς, ωστόσο, να αποφύγει την ελαφρά παραμόρφωση της μύτης και των χειλιών του. Ένα χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη της δε μπόρεσε να διώξει τη λύπη των ματιών της. «Είναι λυπημένη», σκέφτηκε εκείνος. «Σαν τη μητέρα της λίγο πριν ξεψυχήσει.» Είχε δει το θάνατο της γιαγιάς του και ήξερε να τον αναγνωρίζει. Όμως η λύπη της μητέρας του δεν ήταν για θάνατο• ούτε για ζωή. Την κοίταξε στα μάτια και ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
- Μην πεθάνεις, την παρακάλεσε, χωρίς να ακουστεί η παράκληση.




Σελ 72-81

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΔΟΥΚΑ έφθασε το Μάρτιο του 1920, μετά από ένα περιπετειώδες και εντυπωσιακό ταξίδι. Σχεδόν μια βδομάδα ταξίδευαν, έμπαιναν σε άγνωστα λιμάνια, αναχωρούσαν και συνέχιζαν: Αλεξάνδρεια, Πειραιάς, Νεώριον Σύρου, και ένα υγρό πρωινό βρέθηκαν στον κόλπο της Καβάλας.
- Φτιαγμένη από θάλασσα! θαύμασε η Ευδοκία.
«Από δύο θάλασσες», έκανε την πρώτη σύγκριση με την Αλεξάνδρεια, που μόλις είχαν εγκαταλείψει. Το θέαμα που αντίκριζε όσο πλησίαζαν, μετέτρεπε την πρώτη εντύπωση σε άλλες παρεμφερείς ή ανόμοιες. Μια αίσθηση Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης, Αλεξάνδρειας αναδυόταν από δω κι από κει. Οι μιναρέδες των τζαμιών που ανυψώνονταν προκλητικά δίπλα στη γλυκύτητα των τρούλων και τα καμπαναριά με τον ευδιάκριτο σταυρό που προεξείχαν από τα κεραμίδια των χαμηλών σπιτιών, την αποπροσανατόλιζαν.
Το αντικαθρέφτισμα της πολιτείας στα νερά βαφόταν με τα χρώματα του ουρανού, την κλίμακα των κτισμάτων και τη λεπτή γραμμή ενός κυπαρισσιού. Αποθήκες εκτείνονταν μέσα στη θάλασσα, ενώ στην αμμουδιά αφθονούσαν τα στοιβαγμένα καυσόξυλα.
- Με στραμμένα τα νώτα στον πιο όμορφο κόλπο της Μεσογείου, απόρησε ο Κωνσταντίνος.
Η πίσω πλευρά των καπναποθηκών σχημάτιζε έναν ωχρό τοίχο, τα θεμέλια του οποίου βρέχονταν από τη θάλασσα.
- Εδώ είναι η Μέκκα του καπνού, είπε, και σκέπασε την πλάτη της Ευδοκίας. Εδώ θα γίνουμε πλούσιοι.

*


- Αυτή η πολιτεία, θα τον ενημερώσει αργότερα ο καπνέμπορος Ευγένιος Ιορδάνου, με τον τρόπο που γίνεται το εμπόριο των καπνών, πρώτα δένει με τον έξω κόσμο κι ύστερα με την υπόλοιπη Ελλάδα. Θα δεις να κυκλοφορούν στους δρόμους της, όλο το χρόνο, έμποροι από την Ευρώπη, την Αμερική και την Αίγυπτο. Να κάνουν βίζιτες στα δουλεμένα καπνά και να κλείνουν κοντράτα για να τα σηκώσουν το χειμώνα. Πρόξενοι και υποπρόξενοι ξένων κρατών, που ασχολούνται παράλληλα με το εμπόριο του καπνού, πρωτοστατούν στη διαμόρφωση των τιμών, ανεβάζοντας ή κατεβάζοντας ανάλογα την τιμή της λίρας. Από τον Σεπτέμβριο αρχίζει το φόρτωμα για τα λιμάνια του Λονδίνου, της Κωνσταντινουπόλεως, της Οδησσού, της Αλεξάνδρειας, της Γένοβας, της Μασσαλίας. Κάθε τέτοια εποχή σ’ αυτή τη θάλασσα δε θα δεις καράβι ελληνικό. Έρχονται ξένα σκαριά, βουβά και θεόρατα, χιλιάδες τόνων, κλείνουν τον κόλπο και μέσα σε μία ασταμάτητη και δαιμονική κίνηση αρχίζουν να φορτώνουν. Οι δρόμοι και η προκυμαία αντηχούν και δέρνονται από το πάνε κι έλα της συναλλαγής. Δεκάδες κάρα και αυτοκίνητα φορτωμένα ώς επάνω με τα στοιβαγμένα δέματα κατεβαίνουν γοργά από τις αποθήκες να προφτάσουν τα βαπόρια που όλο βιάζονται να σαλπάρουν. Και όταν φύγει η δουλεμένη σοδειά του καπνού, ό,τι απομείνει στέλνεται στον Πειραιά, την Καλαμάτα, το Βόλο, στα εκεί καπνεργοστάσια για να γίνει τσιγάρο ή να περιμένει την τύχη του τον άλλο χρόνο. Παράλληλα με τη σοδειά που φεύγει, έρχεται από τα καπνοχώραφα και μπαίνουν στις αποθήκες τα καινούργια ξεραμένα φύλλα. Άλλος μεγάλος κύκλος. Μελίσσια οι καπνομεσίτες εξορμούν στα ορεινά χωριά, ανοίγουν τιμές, αγοράζουν, ζυγίζουν και φορτώνουν στα φορτηγά. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες του Παγγαίου και της Θάσου πιάνουν τις σιδερένιες πορτάρες των μαγαζιών από την νύχτα μέχρι να κατεβούν οι γραμματικοί να ξεκλειδώσουν και να αρχίσουν να καλούν. Θέλει μεγάλη τύχη να πιάσει κάποιος δουλειά από την πρώτη μέρα. Τα χέρια είναι πολλά, πιο πολλά από όσα χρειάζονται, κι όσοι πιαστούν από την πρώτη ώρα θα εξασφαλίσουν μεροκάματο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Από κει κι ύστερα τα καπνομάγαζα, άλλο μπροστά άλλο πίσω, κλείνουν και τα κτίρια γίγαντες, άδεια από εργάτες, βουβαίνονται. Σ’ αυτό τον κύκλο περιστρέφεται εδώ και εκατό περίπου χρόνια η καλή ζωή αυτού του τόπου. Μόνο που, κάθε φορά που μπαίνει στο λιμάνι φορτηγό με ξένη σημαία να φορτώσει καπνά, το ζήτημα της πολιτείας βγαίνει στην επιφάνεια.

*


Ο Κωνσταντίνος, που αγνοούσε για την ώρα το ζήτημα της πολιτείας, αγκάλιασε τρυφερά την Ευδοκία. Σάλιωσε τους έλικες του αυτιού της και δάγκωσε τον λοβό.

- Εδώ θα σε κάνω βασίλισσα, της ψιθύρισε. Πλουσία.
Την έσφιξε, να τη λιώσει. Τη σήκωσε ψηλά και στροβιλίστηκε μαζί της τρελά. Της υποσχόταν πάλι και πάλι, παραλογισμένα.
Ξαφνικά, λες και χτυπήθηκε από κεραυνό ή πνεύμα, σταμάτησε. Έστρεψε προς την ανατολή και, με όση επισημότητα του επέτρεπε η ασθμαίνουσα ανάσα του, ανήγγειλε την έναρξη της βάπτισης. Επικαλέσθηκε την ευλογία του Θεού και του Αυτοκράτορα. Το νερό και το μύρο όλων των θαλασσών. Ό,τι πομπώδες έρχονταν στο επηρμένο του μυαλό. Με την επίκληση όλων των επί της γης, θαλάσσης και αέρος δυνάμεων, προσέδωσε κύρος και εγκυρότητα στο μυστήριο που επιτελούνταν.

- Σ’ αλλάζω το όνομα, αναφώνησε. Σ’ ονομάζω ΠΛΟΥΣΙΑ .
Μια στυφή σταγόνα ιδρώτα κατρακύλησε μέχρι την άκρη των χειλιών του. Άφησε κάτω την νεοβάπτιστη. Με την ανάστροφη της παλάμης του σκούπισε τα δάκρυά της που έκαιγαν. Ήταν σχεδόν ευτυχισμένος.
Την ώρα που ο ήλιος της νέας του πατρίδας ολοκλήρωνε το σχήμα του.

*


Με την είσοδό τους στο λιμάνι, φαντάστηκε την πολιτεία σαν γυναίκα θελκτική που δε ξύπνησε εντελώς. Δεν επιθυμούσε να απαλλαγεί από τη γλυκύτητα του ύπνου και παρέμενε στο κρεβάτι, ζεστή και μυρωδάτη. Τα σκεπάσματα που την προστάτευαν την νύχτα, είχαν τραβηχτεί εξαιτίας των ασυναίσθητων κινήσεων που προκάλεσαν τα όνειρα, αποκαλύπτοντας τη λείανση της δεξιάς ωμοπλάτης και την θηλή από τον ένα της μαστό. Η κρουστή σάρκα της ηλέκτριζε, καθώς εμπλέκονταν αποκαλυπτικά στο αιώνιο παιχνίδι σαγηνευτή και σαγηνευομένου. Τα πόδια της έστεκαν, ξεδιάντροπα, ανοιχτά, με λυγισμένα τα γόνατα.
Έδωσε στη θηλυκή πολιτεία τη διάσταση του εδώ που με ταχύτητα πλησίαζαν και του εκεί που μόλις είχαν εγκαταλείψει. Θυμήθηκε τις αισθησιακές διακοσμήσεις των αιγυπτιακών σιγαρέτων που την ανέφεραν. Η διάθεση αναπόλησης του παρελθόντος έμοιαζε καθοριστική. Ένα πιθανό μέλλον τελείωνε και ένα άλλο, πραγματικό, ξεκινούσε.

- Πήγαινε να αλλάξεις φόρεμα και παπούτσια, προέτρεψε την Πλουσία. Χτενίσου και βάψε τα χείλη σου. Θέλω να γίνεις όμορφη.
Από το πλοίο έριξαν την άγκυρα και τα μικρά πλεούμενα του λιμανιού πλησίαζαν για την παραλαβή επιβατών και εμπορευμάτων. Στην προκυμαία περιφέρονταν ένα πυκνό πλήθος ανθρώπων και ζώων. Αριστερά περίμεναν χειράμαξες, ιππήλατα οχήματα και ένα επιβατικό vis-a-vis.

*


Ο Κωνσταντίνος κάλεσε το μόνο επιβατικό που υπήρχε στην προκυμαία. Ο αμαξάς έδινε την εντύπωση ανθρώπου κοσμοπολίτικης ντεκαντέντσιας που τον ξέβρασε εδώ κάποιο μοιραίο κύμα, όπου βρήκε κάτι ικανό να συντηρεί τις αυταπάτες του.
Προτού πάρει εντολή εκείνος, άρχισε τη σύσταση πολυτελών, όπως τα χαρακτήρισε, ξενοδοχείων που φιλοξένησαν περιηγητές που παρέμεναν σ’ αυτά, ακόμη και μήνες.

- Το Ακταίον, άρχισε από το καλύτερο, προσφέρει όλας τας ανέσεις. Το Χεδιβιάλ της Γερμανίδας μαντάμ Κόνια Κολ διαθέτει τρεχούμενο νερό. Μπαίνει πολύ στη θάλασσα κι απ’ το μπαλκόνι του ο Δεσπότης ρίχνει το σταυρό των Φώτων. Το Μέγα Ξενοδοχείον είναι το μικρότερο όλων. Ο Κωνσταντίνος τον διέταξε να κατευθυνθεί προς το εντυπωσιακό κτίσμα που είχαν ξεχωρίσει από το πλοίο. Δε μπήκε καν στον κόπο να ρωτήσει κατά πού πέφτει το Δημαρχείο. Εκείνος τους πέρασε από στενούς δρόμους, πλημμυρισμένους από οσμές σκουπιδιών, φαγητών και περιττωμάτων. Πίσω από τη μεγάλη πύλη, πολύχρωμα καρότσια πουλούσαν πυργωτές σκόνες από κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί, ψιλά ή χοντρά μπαχαρικά. Η μυρωδιά τους τούς τρέλανε.

- Τι είναι αυτά, ρώτησε ο Κωνσταντίνος, προσποιούμενος Ευρωπαίο κοσμοπολίτη.
- Μπαχάρ, σερ, βιάστηκε να του απαντήσει εκείνος. Όχι “γιούλ μπαχάρ”, μπαχάρ αληθινά, ανταπέδωσε το πείραγμα. Κανέλες, κύμινο, παπαρούνες, ζαφόρια, λογής λογής τρίμματα.
Κάτω από τις αψίδες του Υδραγωγείου βρισκόταν η αγορά του χαλκού. Τα μπακίρια γυάλιζαν στον ήλιο. Πίσω ξεπρόβαλλε ο μιναρές του τζαμιού του Χακί Αλί πασά. Δεξιά οι υγροί θόλοι κάποιου λουτρού. Στα παράθυρα λαμπίριζαν χρωματιστά βιτρώ με παραστάσεις. Αριστερά το επιβλητικό τζαμί του Ιμπραήμ αγά.
- Ο θεός είναι ένας, όπως και να τον πεις, απολογήθηκε για την παρουσία του τεμένους ο αμαξάς.
Πίσω από την απατηλή αίσθηση που προκαλούσε το τείχος των καπναποθηκών και οι πολυτελείς κατοικίες της παραλίας, την πολιτεία αποτελούσαν λασπωμένα σοκάκια, ξύλινα κατά το πλείστον σπίτια, τα τούρκικα νεκροταφεία στον ομφαλό της πλατείας, τζαμιά, μιναρέδες και τέσσερα δέντρα. Τα εκτεθειμένα εμπορεύματα παρέμεναν στην χωρίς λιμάνι παραλία, στη διάθεση των κυμάτων. Γύρω οι λόφοι ήταν γυμνοί, χωρίς πράσινο. Οι Δούκα αντίκριζαν μια εικόνα απογοήτευσης, χωρίς να χρειαστεί να προσθέσουν τα φέσια των αργόσχολων. Το εντυπωσιακό κτίσμα που είχαν ξεχωρίσει, έδειχνε σαν μικρογραφία πύργου της Ουγγαρίας, με επάλξεις, πυργίσκους, παραστάσεις και οικόσημα. «Αυτό πρέπει να είναι το Δημαρχείο», εξακολουθούσε να συμπεραίνει ο Κωνσταντίνος, παρά την ανάγλυφη επιγραφή στην κεντρική μετώπη: M. L. HERZOG & Cie. Παρέσυρε την Πλουσία και ανέβηκαν τη διπλή, από λευκό μάρμαρο, σκάλα. Όταν εισχώρησαν στο εσωτερικό του, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα λαβύρινθο από άλλες σκάλες, αδιέξοδους διαδρόμους και αναρίθμητες κλειστές πόρτες. Άνοιξε μία και μπήκαν. Ένας πανύψηλος άνδρας, ντυμένος αριστοκρατικά, πενήντα περίπου ετών, βιάστηκε να σηκωθεί από εκεί που ήταν σκυμμένος. Ταυτοχρόνως ακούστηκε ένα λεπτό γάβγισμα και ένα μικροσκοπικό καφέ κουτάβι ράτσας spaniel έκανε την εμφάνισή του. Τα αυτιά του κρέμονταν στο πάτωμα και η τρεμάμενη κοκκινωπή γλώσσα του παλλόταν. Ο κύριος το σήκωσε, το ακούμπησε στο στήθος του και του πρόσφερε ένα χοντρό κομμάτι γερμανικής σοκολάτας.

- Τον κύριο Ευγένιο Ιορδάνου, ανέφερε εις την ελληνικήν το όνομα εκείνου που αναζητούσε ο Κωνσταντίνος.
Αμφέβαλλε ήδη για την απάντηση, αφού υπολόγιζε τον δήμαρχο, στην ίδια μεν με τον άγνωστο του γραφείου ηλικία, κατά πολύ δε κοντύτερο, σύμφωνα με τις λεπτομερείς περιγραφές του Αλεξανδρινού.
Η Πλουσία διαισθάνθηκε τη σύγχυση και κρύφτηκε πίσω από την πλάτη του. Λίγο έλειψε να ανατρέψει μια ανθοστήλη με ζουμπούλια και κρινάκια. Οι υποδείξεις περί κοκεταρίας και φινέτσας που είχε δεχθεί στο πλοίο, είχαν πάει περίπατο.
Ο άγνωστος κύριος τους εξέταζε από την κορυφή ώς τα νύχια. Έκανε μια σειρά βουβών υπολογισμών που αφορούσαν τη σπουδαιότητα των επισκεπτών του. Επάνω στο γραφείο υπήρχαν οι σημαίες της Αυστρίας και της Ουγγαρίας. Στον απέναντι τοίχο δέσποζε το πορτραίτο του βασιλιά Αλέξανδρου.
«Ίδιο με της λέσχης», το συνέκρινε ο Κωνσταντίνος μ’ εκείνο της Αλεξάνδρειας.
Η Πλουσία είχε εστιάσει την προσοχή της σε ένα διακοσμητικό σκεύος από επισμαλτωμένη πορσελάνη, με επίχρυσες προσθήκες που παρίστανε ναό Βάκχου. Ο μικροσκοπικός θεός σκέπαζε τα γυμνά του μέλη με καρπούς και φύλλα αμπέλου. Στη βάση ένας πολυπρόσωπος θίασος νυμφών επιδίδονταν σε χορευτικές φιγούρες.
Αναρωτήθηκε αν της αρέσει η σύνθεση και αποφάσισε πως όχι.
Ο άγνωστος κύριος έδειχνε να διασκεδάζει με την όλη κατάσταση, συνεχίζοντας να τους παρατηρεί. Η ομορφιά, τόσο της νέας όσο και του νέου, του φάνηκαν εντυπωσιακές. Τέτοιες που μόνο στις ακτές της Μεσογείου συναπαντιόταν. Στον νέο απέδωσε την αριστοκρατικότητα, ευγένεια και καλοσύνη των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως που κατά καιρούς είχε γνωρίσει. Στην νέα κάτι αδιόρατο της Ανατολής.
Άπλωσε το χέρι στον Κωνσταντίνο.

- Adolf Vicks, αυτοσυστήθηκε, προφέροντας με βόρεια προφορά τα πολλαπλά σύμφωνα.
Αναζήτησε το χέρι της Πλουσίας για χειροφίλημα.
Ο Κωνσταντίνος κοίταζε τα ίχνη σοκολάτας που είχαν αποτυπωθεί στην παλάμη του και κολλούσαν ενοχλητικά.
Εκείνος, αφού ολοκλήρωσε το χειροφίλημα τους πέρασε στο σαλόνι. Δεν θα τους επέτρεπε να φύγουν, δήλωσε, αν δε δοκίμαζαν το κρασί της νέας του σοδειάς. Έδειχνε να εξασκεί μια πρώιμη ομηρία απέναντι των νέων, αντίβαρο της μοναξιάς που πρόδιδε το δαιδαλώδες κτίριο. Ρωτούσε να μάθει τα πάντα που τους αφορούσαν.
Ο Κωνσταντίνος, εντυπωσιασμένος από τον πλούτο που τον περιέβαλλε, βούλιαξε αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα. Κολακευμένος από την υποδοχή που προέκυψε, μετά το δεύτερο ποτήρι κρασί, ξεκίνησε την εξιστόρηση από τη δόξα του Βυζαντίου και την αυτοκρατορική καταγωγή του. Από τον οίκο των Δουκών, μέχρι την ανέγερση του εργοστασίου μετάξης στην Κωνσταντινούπολη. Στην Αλεξάνδρεια, συνέδεσε τις δραστηριότητές του με το εμπόριο βάμβακος και καπνού. Η περιγραφή της σχέσης του με την καπνεμπορική εταιρία GIORDANOU ήταν άκρως πειστική. Τερμάτισε με την αναζήτηση του δημάρχου, Ευγένιου Ιορδάνου.
Όση ώρα παραληρούσε, αισθανόταν να τον διαπερνά το βλέμμα του πατέρα του. Χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να βλέπει ολόκληρη την προηγούμενη ζωή του όμορφη και λαμπερή. Το μέλλον του φωτεινό.
Ο Άντολφ Βιξ έδειχνε εντυπωσιασμένος, όχι τόσο από το ευφάνταστο οδοιπορικό όσο από την ευγλωττία, ευελιξία και πειθώ του Κωνσταντίνου. Το θράσος του. Ο λόγος του νέου καταπράυνε το μυαλό του, που κινδύνευε τελευταία να καταντήσει τόσο αφιλόξενο σε οτιδήποτε ευχάριστο, όσο κι ένα σπίτι χωρίς παράθυρα σε χαρούμενους ενοικιαστές. Πρόθυμος να ενδώσει στο παιχνίδι αλήθεια-ψέμα, έκλεισε στις τεράστιες παλάμες του το χέρι του Κωνσταντινουπολίτη, εν είδη συμφωνίας. Του ζήτησε να μείνει κοντά του, να δουλέψει γι αυτόν, χωρίς να του αποκαλύψει ότι ο εκτιμητής καπνών που διέθετε τον είχε παρατήσει, προσφεύγοντας σε κάποια γερμανική εταιρεία σιγαρέτων.

- Αν μείνεις, θα σου μπολιάσω τις γνώσεις μου για τον καπνό, υποσχέθηκε.
Η λάμψη των ματιών πρόδιδε την επιθυμία του να τάξει ακόμη περισσότερα.

- Όσο για τα καπνά του Αιγυπτιώτη, θα σε βοηθήσω εγώ να τα αγοράσεις, τον βεβαίωσε.

*


- Γνωρίζεις την πόλη Ashocoumbin; ρώτησε τον Κωνσταντίνο. Ο διευθυντής και ο νέος εκτιμητής καπνών της εταιρείας HERZOG F. COMPANY, βάδιζαν στον πνιγμένο από οργιαστική βλάστηση κήπο του πύργου. Οι διακοπτόμενοι φωτισμοί των ηλιαχτίδων και οι εναλλασσόμενες σκιάσεις των φυλλωμάτων περιέπλεκαν τα σώματά τους σε παράξενους συνδυασμούς. Έσμιγαν ή απομάκρυναν τις σκιές τους που ακολουθούσαν. Ο Ρούντι - το μικροσκοπικό spaniel - έτρεχε μπρος πίσω και έμπλεκε στα πόδια τους. Όταν σταματούσαν, τους έγλειφε τα υποδήματα.
Ο Κωνσταντίνος δήλωσε άγνοια.

- Α-σσο-κου-μπίν, επέμενε ο Βιξ, συλλαβίζοντας με τρόπο ελληνικό το όνομα της γενέτειράς του.
Τράβηξε πεισμωμένος το χέρι του από τον ώμο του νέου. Μετά από λίγο το επανέφερε.

- Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, είπε.
Εκείνος τον έστειλε στη Βουδαπέστη για καλύτερη μόρφωση. Σε ηλικία μόλις είκοσι δύο ετών προσλήφθηκε στην υπηρεσία του βαρώνου Pier Herzog. Ο οποίος όταν ίδρυσε παράρτημα της εταιρίας στην Ελλάδα, τον έχρισε διευθυντή.
Με το βλέμμα αναζήτησε τα ανάγλυφα στοιχεία της κεντρικής μετώπης του κτηρίου. Ο εντυπωσιασμός του νεαρού ήταν εξασφαλισμένος.
- Εδώ στεγάζονται τα γραφεία της εταιρίας, διευκρίνισε. Εγώ μένω δίπλα.
Από το βάθος του κήπου εμφανίστηκε ένας μονόχειρας και μονόφθαλμος εργάτης, που είπε κάτι στα ουγγρικά.

- Ο Οράτιος Νέλσον, χαριτολόγησε ο Βιξ, μόλις εκείνος απομακρύνθηκε.
Η διπλή αναπηρία τού επέτρεπε να τον ταυτίζει με τον Άγγλο αξιωματικό, προσδίδοντας σ’ αυτόν άλλοτε τις ιδιότητες του νικητή του Νείλου, της Κοπεγχάγης και του Τραφάλγκαρ και άλλοτε του εραστή της καλλονής Έμα Χάμιλτον.
Το δίπλα ήταν ένα νεογοτθικό κτίριο με εμφανείς ομοιότητες με το πρώτο στις βεράντες, στα παραθυρόφυλλα, όπως και στην οξύγωνη κατάληξη της πρόσοψης. Οι εντόπιοι ονόμαζαν τη Villa Herzog και τη Villa Zsolnay, δίδυμες βίλες.
Στη συνέχεια ήταν η Μονή Λαζαριστών που στέγαζε το Γαλλικό Προξενείο και σχολείο εκμάθησης της γαλλικής γλώσσας μόνο για άρρενες. Τα τρία κτίρια επικοινωνούσαν μεταξύ τους.

- Εγώ χάρισα το οικόπεδο στον καθολικό ιερέα Etienne Zougla κι εκείνος έχτισε αυτό το μοναστήρι, είπε θυμωμένος.




Σελ 95-97

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΟΥΚΑ ήταν κορίτσι και σύμφωνα με την απαίτησή του, έλαβε το όνομα Ανδρομάχη.
Μια νύχτα η Πλουσία βλέπει στον ύπνο της την Λαλέ να παλεύει με τη μάνα της. Το πρόσωπο εκείνης, παρά την ηλικία της, είναι αφράτο και υπερβολικά όμορφο. Με ροζ σκόνη στα μάγουλα, χρυσά σκουλαρίκια, τα μαλλιά της πυρρόξανθα, ντυμένη με μεταξωτό σαλβάρι και γιλέκο κεντητό. Μοιάζει με την πρώτη σουλτάνα του Αβδούλ Χαμίτ. Ο Κόκκινος Σουλτάνος την αποθέτει σε μια στοίβα πολύχρωμων μαξιλαριών και περνά στα πόδια της ένα ζευγάρι κεντητά πασούμια. Έτσι ντυμένη, βρίσκεται στο χείλος ενός γκρεμού, μισή να πέσει, μισή να κρατηθεί. Η Λαλέ προσπαθεί να της πιάσει το χέρι, να την τραβήξει επάνω παρ’ όλο που γνωρίζει πως το βάρος της είναι μεγαλύτερο από τις δυνάμεις της. Στο άκουσμα ενός κλάματος μωρού εγκαταλείπει την προσπάθεια. Ένα νεογέννητο βρίσκεται δίπλα της με ανεπτυγμένα μαύρα μαλλιά, βουτηγμένο σε βλέννες και ακαθαρσίες. Θέλει να το χαϊδέψει, παρ’ όλο που ξέρει πως αυτό είναι κορίτσι. "Τα μαύρα μαλλιά είναι δυστυχία", προλαβαίνει να σκεφθεί, λίγο πριν ξυπνήσει μούσκεμα στον ιδρώτα.
Στον Κωνσταντίνο δεν είπε τίποτε. Άφησε να αναγγείλει το φύλο του μωρού η μαμή που θα την ξεγεννούσε.
Ο Κωνσταντίνος από παιδί είχε την πεποίθηση πως το γένος κληρονομείται και δικαιώνεται μόνο μέσα από τον άνδρα. Από ένα ανδρικό όνομα και επώνυμο. Ονειρευόταν τη διαιώνιση του οίκου του μέσα από μία αρσενική γραμμή: Του πατέρα, των γιων και των εγγονών του. Έβλεπε συχνά στον ύπνο του να στέφεται "Ηγεμόνας" από τον Χριστό και τον αρχάγγελο Γαβριήλ.
Αισθάνονταν ο εκλεκτός του Θεού και εκλάμβανε την ύπαρξή του επί της γης ως απείκασμα ουράνιας βασιλείας.
Σχεδίαζε να ονομάσει τους γιους που θα αποκτούσε Αλέξανδρο, Ανδρόνικο, Ανδροκλή ή Ανδρόμαχο. Ένα όνομα, πίστευε, στο οποίο προτάσσεται το συνθετικό -άνδρας, προσδίδει κύρος και ανδρισμό. Το βλέμμα του Στυλιανού Διασούρη τον διαπερνούσε τακτικά καθώς εκείνος επαναλάμβανε τη γραφή του Ιεράρχη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: "Ανάμεσα σε όλα τα θηρία δεν υπάρχει πιο βλαβερό ζώο από την γυναίκα".
Τα άλλα τέσσερα θηλυκά που θα ακολουθήσουν, τα τέσσερα επόμενα χρόνια, ο Κωνσταντίνος θα τα ονομάσει: Ανδροφίλη, Ανδροθέα, Ανδρονίκη και Ανδρόκλεια. Να παραπέμπουν σε μάχες, φιλίες, θεάσεις και νίκες ανδρών. Στο κλέος και τη δόξα τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο μεταβιβάζει σ’ εκείνες την αγωνία της αποτυχίας του στο να αποκτήσει διάδοχο. Προσδοκά να επιδιώξουν οι κόρες του, μέσα από το ανδρικό συνθετικό των ονομάτων τους, την κατάκτηση δύναμης, επιβολής και κυριαρχίας. Εύχεται για κείνες να επιθυμήσουν την απόκτηση πέους.

*


Πέντε χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος Δούκας θα αγοράσει από το Βερολίνο πέντε ομοιώματα ανδρικών οργάνων, εν στήσει. Θα τα φέρει στην Ελλάδα και, σε μια αυτοσχέδια γιορτή, θα τα κρεμάσει, χάριν αστεϊσμού, ανάμεσα στα σκέλη των πέντε θυγατέρων του.
Βρίσκεται με τον Άντολφ Βιξ, σε ένα φημισμένο για την ακολασία του καμπαρέ της γερμανικής μεγαλούπολης όπου, μεταξύ καπνών και αναθυμιάσεων, παρακολουθεί έκπληκτος δύο ζεύγη ημίγυμνων γυναικών στην πίστα να κάνουν χρήση υπερμεγεθών φαλλών, για τις ανάγκες κάποιου τολμηρού νούμερου. Τα δύο ζεύγη των ανδρών, με τα γυαλισμένα σώματα, παραμένουν θεατές. Παρεμβαίνουν όταν οι ασθμαίνουσες από την αποχαύνωση γυναίκες εγκαταλείπουν τα ελαστικά όργανα και τους καλούν.
Ο Κωνσταντίνος, κάθιδρος, επιχειρεί να πιάσει ένα από τα ομοιώματα που κύλησε μέχρι τα πόδια του.

- Πουλούν παρόμοια έξω, ανακόπτει τη φόρα του ο Βιξ.
Όταν βγαίνουν στην νύχτα, τον οδηγεί σε ένα κατάστημα που βρίσκεται κρυμμένο σε παρακείμενο στενό δρόμο.

- Αν θέλεις, μπορείς να αγοράσεις κάποιο παρόμοιο, τον ενθαρρύνει, πληρώνοντας, έκπληκτος, και τις πέντε επιλογές του Κωνσταντίνου. Την επομένη ο Κωνσταντίνος αηδιάζει από τη θέα τους. Αναρωτιέται, γιατί τάχα τα αγόρασε και σε τι θα του χρησιμεύσουν εντέλει.




Σελ 418-425

ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ στον καθρέφτη παραχώρησε τη θέση του σε κάποιο φάντασμα, άγνωστο και αποκρουστικό που τη χλεύαζε. Ήταν γυμνή, ψηλή, λεπτή και γκρίζα. Σκεπασμένη θαρρείς από στάχτη που βάραινε στα μαλλιά, στις ρυτίδες, στα μαραμένα στήθη. Σκάλωνε για λίγο στις τριχίτσες της στεγνωμένης ήβης, κατηφορίζοντας στα γόνατα, στους λευκούς αστραγάλους. Πέρασε τα χέρια σε όλο το σώμα, χαϊδεύοντας απαλά το δέρμα. Της φάνηκε πως η επιδερμίδα της ξεφλούδιζε, έπεφτε σαν αραιωμένο χιόνι. Ανατρίχιασε. Δεν ήταν δικό της εκείνο το σώμα. Ένα φάντασμα άσχημο και ανεπιθύμητο της έκλεινε το μάτι. «Μαζί θα βαδίσουμε από δω και πέρα», την απειλούσε.
Πίεσε τις ρώγες των βυζιών της, τις ελευθέρωσε κι εκείνες πετάχτηκαν να πέσουν μπροστά. Απείραχτες, ασάλιωτες κι αδάγκωτες μια ζωή. Φαντάστηκε επάνω τους τα χέρια του Παύλου, του Κωνσταντίνου. «Δε με πήρε στα γόνατα», την έπιασε το παράπονο, «δε μ’ αγκάλιασε». Η σκιά του πατέρα της θεόρατη, με πελώρια, χοντρά δάχτυλα με τρίχες την παρατηρούσε. Έσυρε τα δάχτυλά της στη λεπτή γραμμή από χνούδι της κοιλιάς της. Κύκλωσε τον κόμπο του αφαλού και σκέπασε το τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της.
«Αυτόν το δρόμο δεν παίρνουν, τάχα, οι εραστές;», αναρωτήθηκε.
Οι αδελφές της που μπήκαν, απροειδοποίητα, στο δωμάτιο με τα εσώρουχα, δεν έδειξαν την παραμικρή έκπληξη για τη γύμνια της. Στάθηκαν η μία δίπλα και πίσω από την άλλη. Κοίταζαν τα ημίγυμνα είδωλά τους, αναίτια. Οι δίπλες στο σώμα της Ανδρονίκης προκαλούσαν θυμηδία. Οι κόκκινες κηλίδες στο δέρμα της Ανδρόκλειας πέρασαν απαρατήρητες. Είχαν εμφανιστεί ανεξήγητα, προ καιρού, αλλά κανένας δεν ενδιαφέρθηκε. «Θα περάσουν μόνες τους», είχε αποφασίσει η ίδια. «Θα φύγουν όπως ήρθαν.»
Αν υπήρχε τρόπος να τις δει κάποιος πίσω από τις γρίλιες, από τον τρόπο που στέκονταν θα γινόταν εμφανές ότι η αποβολή των ρούχων δεν τις απελευθέρωνε από κοινωνικές συμβάσεις. Θα έβλεπε τρία σώματα που έδιναν την εντύπωση πως είχαν ζήσει πάνω από εκατό χρόνια. Τρεις κυρτωμένες πλάτες με στίγματα. Τρία μαραμένα οπίσθια που δεν προκαλούσαν κανένα πόθο. Εξογκωμένες λαγόνες, στερημένες από γέννα. Θα απορούσε, τι περίμεναν μπροστά στον καθρέφτη αυτές οι γυναίκες και μη δίνοντας απάντηση, θα εγκατέλειπε το χώρο.

*


Η πρόταση είχε γίνει από την Ανδρομάχη, ήρεμα, σχεδόν αδιάφορα, με τον τρόπο που θα πρότεινε εκδρομή στη Θάσο ή στη Χαλκιδική. Έγινε αποδεκτή από όλους το ίδιο ήρεμα. Δεν έμενε παρά να ντυθούν καταλλήλως. Να διαλέξουν ό,τι καλύτερο διέθεταν για την τελετή. Για τις γόβες θα επιστρατεύονταν τα απομεινάρια της Πλουσίας.

- Είναι δίσεκτη χρονιά ‘φέτος; ρώτησε η Ανδρονίκη, και ήταν σαν να το ευχόταν.
- Η περσινή ήταν, την απογοήτευσε η Ανδρόκλεια. Ο Φεβρουάριος του ’72 είχε είκοσι εννιά μέρες. Δε θυμάσαι τη γιορτή του τιμωρημένου Αγίου;
- Κασσιανός και Κασσιανή, τιτίβισε η Μάχη.
- Ζηνόβιος και Ζηνοβία, πήρε τη σκυτάλη της αμηχανίας η Νίκη. Βασιλέας και Βασιλίσκος.
Οι ασυναρτησίες τους δεν έφταναν, ευτυχώς, στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί όπου ο βασιλίσκος Μιχαήλ, περνούσε τα μανικετόκουμπα στις μανσέτες του πουκαμίσου του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τραβηγμένα. Τα μάτια του θαμπά. Του φάνηκε πως τα αυτιά του προεξείχαν ακανόνιστα. «Μεγάλωσαν σε μια νύχτα;», τα κοίταξε απορημένος. «Άλλων ασπρίζουν τα μαλλιά ή πέφτουν τα νύχια», παρηγορήθηκε. Επιθεώρησε τα νύχια του. Ήταν κομμένα και καθαρά. Έριξε μια τελευταία ματιά στα παπούτσια του και πέρασε στο σαλόνι. Είδε την Ιουλία που περίμενε, ένα κουβάρι μπλεγμένο. Τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα σε έναν αυστηρό κότσο, στερεωμένο με δεκάδες φουρκέτες. Το ασημένιο βραχιόλι ήταν πεσμένο στον καρπό του χεριού της. Παρά την κύρτωση, απέπνεε αποφασιστικότητα.

- Είσαι έτοιμος; τον ρώτησε.
- Ναι, τη βεβαίωσε εκείνος.
Σκέφτηκε να τον ρωτήσει για την Κλέλια ή τον Αντώνη. «Δεν θα τον ρωτήσω», αποφάσισε μετανιωμένη. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού τα χείλη της, να τα καθαρίσει από τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Δεν χρειαζόταν, άλλωστε.
Οι δεσποινίδες εμφανίστηκαν με ενωμένα τα σώματα, λες και ήταν δεμένες με ιμάντες. Η είσοδος έγινε αργά, τελετουργικά, σαν αυτοδίδακτος χορός αρχαίας τραγωδίας. Έπλεαν, θαρρείς, σε επιφάνεια αρυτίδωτου νερού. Στα τραβηγμένα χαρακτηριστικά των προσώπων τους διακρινόταν επιτηδευμένη αξιοπρέπεια. Το ίδιο, στην ακαμψία των σωμάτων. Στα δάχτυλά τους ήταν περασμένα πλήθος κοσμημάτων από ασήμι και σύρμα. - Πηγαίνω πρώτη στον πατέρα μου, ανήγγειλε η κορυφαία. Σ’ αυτόν θα καθίσω και θα του πω όλο μου το παράπονο κι αυτός θα μου κρατήσει συντροφιά, θα με παρηγορήσει… Και τότε θα κάνω φτερά και θα πετάξω…πρόσωπο με πρόσωπο με το άπειρο…Δεν είναι φαντασία. Δεν ονειρεύομαι. Βλέπω καθαρά τώρα…Θα ξαναϊδωθούμε. Θα υπάρξουμε.
Η Ανδρόκλεια σκέφτηκε πως, για την πιο χαρακτηριστική στιγμή της ζωής τους, θα έπρεπε να ακούγεται μουσική. Τοποθέτησε στο γραμμόφωνο ένα δίσκο. Η μουσική από τα Βασιλικά Πυροτεχνήματα του George Frideric Handel ακούστηκε παράταιρη. Οι εορταστικές εναλλαγές των βιολιών και των άλλων εγχόρδων τους ενόχλησαν. Οι αδελφές της απαίτησαν την αντικατάσταση του δίσκου.
Οι νότες των κλαρινέτων και των χάλκινων πνευστών, μαζί και με τα αδιόρατα αρπέζ που εκτελούσαν οι βιόλες από την όπερα του Richard Wagner, Parsifal , πλημμύρισαν το δωμάτιο. Τα θέματα του Μυστικού Δείπνου και του Αγίου Δισκοπότηρου, επέβαλαν την αρμόζουσα κατάνυξη. Η σκηνή που περιέγραφε τη Μαγεία της Μεγάλης Παρασκευής στην τρίτη πράξη προκάλεσε σε όλους ρίγη. Συγκεκριμένα η στιγμή όπου ο ιππότης Γκούρμενανς εξηγεί στον νεαρό νεοφώτιστο Πάρσιφαλ πώς τη Μεγάλη Παρασκευή πρασινίζει όλη η φύση από τα δάκρυα των αμαρτωλών που μετανοούν.
Η Ιουλία έκλαιγε με βουβά αναφιλητά. Αισθανόταν, ανεξάρτητα από τη μουσική, απελπισμένη και αμαρτωλή.
Η Ανδρομάχη παρέμενε άκαμπτη, στεγνή. Έδειχνε περισσότερο αποφασισμένη.
Η Ανδρονίκη θυμήθηκε τον περίπατό της στις εξοχές του Αγίου Αθανασίου. Τη μέρα που περίμενε να της προκύψει κάποιο εξαιρετικό συμβάν. Ως τέτοιο, παραδόξως, δεν την επισκέφτηκε το βάτεμα των αλόγων, ούτε η προφητεία του τυφλού. Στα μάτια της πετάρισε η εικόνα τής μαυροφορεμένης μάγισσας που την πετροβολούσαν τα παιδιά. Η εντύπωση πως η σαλεμένη αποζητούσε την αποδοκιμασία, πως την απολάμβανε.
Την προηγούμενη νύχτα, με την επιστροφή του Μιχάλη στο σπίτι, κάποιος ή κάποιοι απ’ το δρόμο πέταξαν πέτρα στα παντζούρια της υποδοχής. Έτρεξαν να δουν πίσω από τις γρίλιες τι συμβαίνει. Μια παρέα τριών νεαρών τρέπονταν σε φυγή. Γελούσαν πρόστυχα, με βρωμόλογα. Η Νίκη τρόμαξε, όχι τόσο για τη ρήψη της πέτρας, όσο για το ενδεχόμενο να αποζητήσουν αργότερα κάτι παρόμοιο και να το απολαύσουν.
Ο Μιχαήλ παρέμενε όρθιος με τη πλάτη στον τοίχο, σαν τιμωρημένος. Τον βάραινε το φάντασμα της Ανδροφίλης.

- Δεν έχτισα εικόνισμα στη μνήμη της, εξομολογήθηκε το κρίμα του.
Οι άλλες τον κοίταξαν απορημένες. Περισσότερο όταν έβγαλε από την τσέπη του ένα λεπτεπίλεπτο δαχτυλίδι με τυρκουάζ πέτρα.

- Της Φιλίτσας, αναφώνησαν όλες με μια φωνή.
- Πού το βρήκες, τον ρώτησε η Ανδρονίκη, σαν να ρωτούσε πού βρίσκεται εκείνη.
Η Ανδρόκλεια τον κοίταζε με συμπόνια. «Η ασθένεια της νυχτερίδας», λυπήθηκε για κείνον. Άπλωσε το χέρι να χαϊδέψει τα μαλλιά του. Το τράβηξε μετανιωμένη. Γλίστρησε το βλέμμα της στα μάτια, στα χείλη του. Σε ό,τι νόμισε κάποτε πως είχε ερωτευθεί. «Αγάπη ή πόθος;», αναρωτήθηκε για το ανεπιβεβαίωτο συναίσθημα, χωρίς να μπορεί - ούτε να θέλει - να δώσει απάντηση. Τον θυμήθηκε να κυλιέται στο διπλό κρεβάτι των γονιών τους. Σκέφτηκε πως δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της ανδρικό όργανο σε στύση• ούτε σε άλλη κατάσταση. Έστρεψε το βλέμμα στις “Ακόλουθες” του τοίχου. Ο Μιχαήλ- Ινφάντα Μαργαρίτα παρέμενε ακρωτηριασμένος και έγκλειστος. Οι αδελφές της, ντυμένες με βικτοριανά φορέματα, άγγιζαν η μία την άλλη.

*


Μια αδιασάλευτη, θεϊκή απάθεια επικρατούσε στο δωμάτιο. Κάθονταν ανέκφραστοι, με τον τρόπο που κάποιος στυγνός δολοφόνος θα πυροβολούσε ανύποπτους, προκαλώντας λουτρό αίματος. Το μυϊκό σύστημα όλων έδειχνε χαλαρό, η βουβαμάρα δεδομένη. Ό,τι παρουσιαζόταν σαν σιωπή δεν ήταν παρά απέχθεια για το λόγο. Μια εξέχουσα γαλήνη παρέλυε κάθε ενδεχόμενο εξωτερικής αντίδρασης. Οι εκφράσεις όλων έδειχναν να μισούν τόσο πολύ κάθε Κακό που βέβαια δε σήμαινε απαραιτήτως αγάπη για το Καλό, αλλά την απέχθεια για το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιπέσει. Περίμεναν, λες, την ώρα τους.
«Είναι η ώρα τους», σκέφτηκε η Ιουλία. «Πέρασαν όλες τα πενήντα, κι αυτό είναι αρκετό.» Θυμήθηκε την ηλικία θανάτου εκείνων. «Ο θάνατος δεν είναι κακός», συμπέρανε.
«Είναι απαραίτητος», σκέφτηκε η Ανδρομάχη παίρνοντας την σκυτάλη.
«Πόσο διαρκεί;», νοιάστηκε - για ποια, άραγε, διάρκεια; - η Ανδρονίκη.
«Αυτό που διαρκεί είναι ότι ξαναρχίζει καλύτερα», μηρύκασε ένα ξέφτι της εικαστικής της περιόδου η Ανδρόκλεια.
Βουβές ανίχνευαν σημάδια του Θεού. Αφού οι άνθρωποι δεν έτειναν, πλέον, ευήκοον ους, στρέφονταν σ’ Εκείνον. Η Ανδρομάχη είχε λάβει στον ύπνο της μήνυμα πως ο Κωνσταντίνος και η Πλουσία είναι καλά, ευτυχισμένοι εκεί που βρίσκονται.

*



- Γιατί ντυθήκατε έτσι; ρώτησε ο Μιχαήλ.
- Φόρος τιμής στην Πλουσία, απάντησε για λογαριασμό όλων η Ανδρομάχη.
- Εκείνης ο καημός ήταν να σας δει ντυμένες νύφες, ψέλλισε η Ιουλία.
Σηκώθηκε με κόπο και κατευθύνθηκε στο πίσω δωμάτιο. Επέστρεψε κρατώντας τέσσερα νυφικά, που δεν έβρισκε πού να τα ακουμπήσει. Μοίρασε από ένα στις δεσποινίδες, δίνοντας εκείνο που περίσσευε στον Μιχαήλ.
- Τις ανύπαντρες, πριν τις ξεπροβοδίσουν, τις ντύνουν νύφες, είπε παραλογισμένη.
Τις βάζουν κέρινα στεφάνια του γάμου, στολισμένα με άνθη λεμονιάς. Στο στήθος τους καρφιτσώνουν ένα ματσάκι βασιλικό, να μυρίζουν στο ταξίδι.
Σύρθηκε στη θέση της και κάθισε ανακουφισμένη. Ίσιωσε τις δίπλες από το φουστάνι της. Σάλιωσε με τη γλώσσα τα χείλη της, αρχίζοντας να μινυρίζει, δειλά στην αρχή, ξεθαρρεμένη στη συνέχεια, ένα λυπητερό, άγνωστο στους υπόλοιπους, σκοπό.

                             - Αχ κορίτσι, μη γελιέσαι
                             μην έρχεσαι σε μας.
                             Έχουμε βαθύ ποτάμι
                             και πώς θα το διαβείς.


Σκούπισε τον ιδρώτα του λαιμού της. Ο αρραβώνας τού κοριτσιού με τον καλό της θα είναι το τελευταίο που θα ακουστεί από τα χείλη της. Από κει κι ύστερα, θα επιτρέπει στον εαυτό της μόνο να σκεφθεί.
«Θα τις μαγείρευα σήμερα “Στρουθοκάμηλο σε Μόνιππο”, επινόησε τον τίτλο κάποιας ιδιόμορφης κατασκευής.
Ο Μιχάλης είχε την αίσθηση ότι όλα αυτά έχουν ήδη συμβεί• απλώς επαναλαμβάνονται.
«Τι απομένει στο τέλος;», αναρωτήθηκε.«Τίποτε.»
Τα πρόσωπα των αδελφών του ήταν ήρεμα και η στάση τους καρτερική.
«Τι θα απομείνει απ’ αυτές; Τίποτε.»
Οι δεσποινίδες ακόμη κρατούσαν στα χέρια τους τα νυφικά, μη βρίσκοντας τι να τα κάνουν. Το ίδιο κι ο Μιχάλης. «Μήπως πρέπει να τα φορέσουν», αναρωτήθηκε, «για τον τρυφερό ύπνο που θα ακολουθήσει;».
Η Ανδρομάχη σηκώθηκε, ισιώνοντας, περισσότερο, την πλάτη. Ο αέρας έμοιαζε σαν να είχε διαλυθεί λιγάκι. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Τράβηξε την κουρτίνα που πίσω της κρύβονταν οι φιάλες του γκαζιού.

- Να βγάλουμε πρώτα τις γάτες στο δρόμο, τη σταμάτησε η Ανδρονίκη που σηκώθηκε. Η Ανδρόκλεια τη μιμήθηκε.
Καλούσαν τις γάτες με τα ονόματά τους, με ψιψινίσματα, τις έταζαν λιχουδιές. Τις έπαιρναν αγκαλιά, τις φιλούσαν και τις ακουμπούσαν έξω από την πόρτα. Όταν τελείωσαν, έστρωσαν πετσέτες κάτω από το άνοιγμα της πόρτας και τις πίεσαν. Γύρισαν ήσυχα στις θέσεις τους. Η Ανδρομάχη τις περίμενε να σιαχτούν.
«Αύριο κάποιοι, επιτέλους, θα μιλήσουν για μας», σκέφτηκε με αγαλλίαση.
- Εγώ είμαι έτοιμη, είπε και έσκυψε να πιάσει τη στρόφιγγα.



 

<<Αρχική Σελίδα

 

<<Αρχική Σελίδα

Τι θα πει ρήγας ή βασιλιάς όταν δεν έχης καν τo δικαίωμα να πης:

“Με λένε Αδάμ”

Ανδρέας Εμπειρίκος: Οκτάνα. Η νήσος των Ροβινσώνων.

Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1980