Ç ðÜíôá Ùñáßá êáé ôï ìéêñïýëé ÔÝñáò

- ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΡΕΑ, εßπε ο ΚÜρλος στην κüρη του, και την κρÜτησε απü το μανßκι.

    ¹ταν αξιοθαýμαστη η δýναμη που Ýβρισκε üταν ζητοýσε να επιβÜλει το λüγο του, και να επιβληθεß.

    - Να σου αφηγηθþ πþς τη γνþρισα, διευκρßνισε.  

    Η Ρüζα γýρισε και κοßταξε την κüρη της. Με Ýνα νεýμα του κεφαλιοý της εßπε να αποχωρÞσει. Εßναι που εßναι σκιασμÝνο το κακüμοιρο, σκÝφτηκε, δε χρειÜζεται περισσüτερα.

    Η ¢ννα, προσποιοýμενη πως κατεβαßνει κÜτω, τρÜβηξε την πüρτα, παραμÝνοντας στο διÜδρομο. Εßχε ακοýσει τüσες παραλλαγÝς της ßδιας ιστορßας üσες κι οι εβδομÜδες ενüς χρüνου. Θα την ενδιÝφερε, ωστüσο, να ακοýσει Üλλη μßα. Το τετρÜδιο με τßτλο “ΝÜνος και κλüουν”, διÝθετε αρκετÝς λευκÝς σελßδες, κι αυτÞ καθ’ αυτÞ η ιστορßα παρουσßαζε κενÜ.     

    - Το πρÜμα παρÜγινε, Üκουσε που μουρμοýρισε η μητÝρα της. Ο Θεüς να βÜλει το χÝρι Του.

   Η Ρüζα, ανακουφισμÝνη απü την “αποχþρηση” της μικρÞς, πÞρε θÝση. Σßγουρη πως εκεßνος θα ζοýσε μια νÝα εκδοχÞ της θαυμαστÞς ζωÞς του. Τüτε που Þταν νÝος και κλüουν.          

    - ΧτÝνισε τα μαλλιÜ μου, πρüσταξε με αδυνατισμÝνη φωνÞ ο ΚÜρλος. ¸χεις Ýνα μÞνα να με χτενßσεις, τη μÜλωσε.

    Η αλÞθεια εßναι üτι η Ρüζα τελευταßα περιποιüταν üλο και περισσüτερο τον πατÝρα της. Τον χτÝνιζε, τον αρωμÜτιζε αλλÜ εκεßνος το ξεχνοýσε την επüμενη στιγμÞ. ¹ μÞπως προσποιοýνταν, για να δÝχεται επιπλÝον περιποιÞσεις και χαúδολογÞματα;       

    - ΘÝλω να εßμαι üμορφος τþρα που θα την συναντÞσω, εßπε ο εκεßνος, θεωρþντας περιττü να διευκρινßσει ποια θα συναντοýσε.

     Με τη βοÞθεια της Ρüζας στηρßχτηκε στα μαξιλÜρια της πλÜτης. ΔιÝτρεξε με το βλÝμμα τις φθαρμÝνες νωπογραφßες στο ταβÜνι, τους καθρÝφτες, τα κÜδρα. Το στýλωσε στην κλειστÞ πüρτα, σαν να περßμενε απü κει την επßσκεψη Εκεßνης.

    Η Ρüζα του χÜιδεψε τα μαλλιÜ και Ýσκυψε να τον φιλÞσει. ¸νας κüμπος που ξεκινοýσε απü το στομÜχι, σκÜλωνε στην καρδιÜ, σταμÜτησε στο λαιμü, να την πνßξει. ΤραβÞχτηκε, τüσο üσο να παρατηρεß, κατÜ την αφÞγηση, τις εκφρÜσεις του προσþπου του.

    Ο ΚÜρλος, παρüτι πÝρασε μüλις τα εξÞντα, το σþμα του εßχε συρρικνωθεß ακüμη περισσüτερο, τα χαρακτηριστικÜ τοý προσþπου του εßχαν παραμορφωθεß. Τα Üλλοτε σπινθηροβüλα μÜτια του Ýμεναν Üδεια. Η επιδερμßδα, το στüμα, τα χεßλη του Ýδειχναν γερασμÝνα, λες και μετροýσαν διÜρκεια αιþνα. Τα Üκρα του κινοýνταν ακατÜστατα, ανεξÜρτητα απü τη βοýληση του νου.

*

   Ο ΚÜρλος Πουλßδης γεννÞθηκε νÜνος. Ξεκßνησε απü Ýξι χρονþν τη ζωÞ τοý νομÜδα. ¹ταν Ýνα απü τα παιδιÜ του εμφýλιου που οδηγÞθηκαν, μαζß με τους γονεßς και τα Üλλα Ýξι αδÝλφια του, στη Γιουγκοσλαβßα.

   Μας πÞραν σαν να Þμασταν πρüβατα, Üρχιζε την εξιστüρηση της ζωÞς του απü το σημεßο της αναγκαστικÞς φυγÞς. ΠερÜσαμε το βουνü στο καταχεßμωνο. Τα μισÜ απ’ τα αδÝλφια μου τα αφÞσαμε εκεß. Ο μικρüς κýλησε απ’ τα χÝρια της μÜνας μου και βοýλιαξε στο χιüνι. Εκεßνη Ýσκυψε και, αντß να τον σηκþσει για να συνεχßσουν μαζß μας, τον σκÝπασε με το σþμα της και Ýμεινε να τελειþσει μαζß του. Την παρακÜλεσα κλαßγοντας, της τρÜβηξα το φουστÜνι δυο και τρεις φορÝς, στο τÝλος Ýτρεξα να προλÜβω τους υπüλοιπους. Πεινοýσα, εßχα να φÜω μÝρες. Κρýωνα, δεν φοροýσα πανωφüρι, οýτε παποýτσια. ΜÜζεψα ξεραμÝνες φτÝρες και τις κρÝμασα στη μÝση, Ýδεσα δÝρμα απü ψοφßμι γýρω απü τα πüδια και συνÝχισα.

*

    Τον πÞγαν στην Πολωνßα. Τον περιÝφεραν απü ορφανοτροφεßου σε ορφανοτροφεßο. ¹ταν η εποχÞ του Ψυχροý ΠολÝμου. Εßδαν πολλÜ τα μÜτια του, συναναστρÜφηκε κÜθε καρυδιÜς καρýδι. Τα καλοκαßρια κατÜφερνε και δοýλευε για Ýνα χαρτζιλßκι στο τσßρκο. ΚÜποτε το Ýσκασε απ’ το ορφανοτροφεßο και ζÞτησε δουλειÜ στο “Μαγικü Τσßρκο” της Ουγγαρßας. Η σωματικÞ του ιδιαιτερüτητα, η επιμονÞ και τα παρακÜλια Ýκαμψαν τις αντιστÜσεις του υπεýθυνου. ¢λλωστε, σωρü απü νÜνους το τσßρκο. Του ανÜθεσε τη φροντßδα των Ýξι ελεφÜντων. Κυρßως να τους οδηγεß απü τη μια πüλη στην Üλλη. Το περßφημο ανÜ την Ευρþπη τσßρκο, παρÜ τη φÞμη και τη μαγεßα που το συνüδευε, Þταν φτωχü και δεν διÝθετε φορτηγÜ οχÞματα για τη μεταφορÜ των μεγαλüσωμων ζþων. ¸τσι, ο ΚÜρλος ξεκινοýσε αξημÝρωτα, οδηγþντας το δυσκßνητο καραβÜνι απü δρüμους παρÜλληλους με τους κεντρικοýς αυτοκινητüδρομους, λασπωμÝνους τους χειμþνες, σκονισμÝνους τα καλοκαßρια. ΦαντÜζεσαι το εξωτικü θÝαμα; ρωτοýσε εκστασιασμÝνος, καθþς συνÝχιζε να οδηγεß, με το νου, την πομπÞ στο βαλκανικü μοýχρωμα.

   Σ’ αυτü το χρονικü διÜστημα γνþρισε την ΑνρÝα ΚλοσκÝροβα. Ο τρüπος γνωριμßας και η κοινωνικÞ θÝση εκεßνης ποßκιλε κÜθε φορÜ, σýμφωνα με τις διαθÝσεις του. Το μüνο που δεν παρÝκκλινε Þταν η απüκτηση μαζß της μιας κüρης. 

   ¼ταν σταδιακÜ του εμπιστεýτηκαν νοýμερα: τοýμπες μÝσα απü φλεγüμενα τσÝρκια, τοποθÝτηση της κεφαλÞς σε στüματα λεüντων, ισορροπßα σε ρÜχες δßδυμων αλüγων που κÜλπαζαν, σχοινοβασßα δßχως δßχτυ ασφαλεßας, τüτε αναγνþρισαν την αξßα του. Τον αποκαλοýσαν, “ΝÜνο και κλüουν, ο ¸λληνας”, συνδυÜζοντας σωματικÞ ιδιομορφßα, επιδüσεις και καταγωγÞ. ΑπÝκτησε φÞμη στα τσßρκο üλης της Ευρþπης? του κüσμου üλου: ΕλλÜδα, Πολωνßα, Τσεχοσλοβακßα, ΣενεγÜλη, Μαλß, Γαλλßα και πÜλι ΕλλÜδα, Ýχοντας στο πλευρü του την κüρη του Ρüζα.

*

    Το 1965 οι πüρτες της ΕλλÜδας Üνοιξαν για τον ΚÜρλος, ο οποßος, στο μεταξý, εßχε ξεχÜσει τη μητρικÞ του γλþσσα  ¸πρεπε να μιλÞσει και ντρεπüταν, μιλοýσε και κοκκßνιζε.. ΕπÝστρεψε στην πατρßδα, αναζητþντας δουλειÜ σε θÝατρα της ΑθÞνας, σε μπουλοýκια που üργωναν την επαρχßα, σε λευκοσιδηρουργεßα και χυτÞρια. Οι μυστÞριες παρÝες, ο συγχνωτισμüς με θεατρßνους, περισσüτερο οι αφηγÞσεις απü τα καθεστþτα üπου Ýζησε θεωρÞθηκαν ýποπτες απü την Χοýντα. Του απÝδωσαν κομμουνιστικÝς συμπÜθειες και τον απÝλασαν απü τη χþρα. ¸φυγε για την ΑφρικÞ. ΔιÝσχισε με φορτηγü τη ΣαχÜρα, δοýλεψε καμηλιÝρης και σχοινοβÜτης. Μην αντÝχοντας τη ζÝστη και την Üμμο επÝστρεψε στην Πολωνßα. Εκεß διηγοýνταν καυστικÝς ιστορßες με πρωταγωνιστÝς υπαρκτÜ πρüσωπα - πραγματικÝς, φανταστικÝς κανÝνας δεν ξεχþριζε - χρησιμοποιþντας üρους και τεχνικÝς του τσßρκου. ¸να βρÜδυ σατßρισε επß σκηνÞς Ýναν υπουργü εν ενεργεßα, με αποτÝλεσμα να τον απελÜσουν εκ νÝου. ΚατÝφυγε στη Γαλλßα, βρßσκοντας καταφýγιο στο Παρßσι. Στην πüλη του φωτüς βυθßστηκε στην ατμüσφαιρα των καφÝ και ερωτεýθηκε σαν Ýφηβος. Εßναι η πιο ωραßα χþρα! εκθεßαζε την Γαλλßα. Εßναι η χþρα που με δÝχτηκε.

    Στην ΕλλÜδα κατÝληξε να ρεμβÜζει με τις þρες Üπραγος, σαν τις αρκοýδες των τσßρκο που συναναστρÜφηκε. Η πραγματικüτητα Þταν üτι επÝστρεψε, üπως επιστρÝφουν οι ελÝφαντες, üταν το Ýνστικτü τους τοýς οδηγεß στον τüπο που γεννÞθηκαν για να πεθÜνουν.

*

   ¹μουν, επß σειρÜ ετþν, κλüουν στο περßφημο “Μαγικü Τσßρκο” της Ουγγαρßας, Üρχισε απ’ την αρχÞ, τη θαυμαστÞ περιπÝτεια της ζωÞς του, προσφÝροντας παρÜλληλα χþρο στο φÜντασμα του παρελθüντος του, να τον επισκεφθεß.  

    ΚÜθε φορÜ που ανακαλοýσε τη ζωÞ του δημιουργοýσε τüσα χÜσματα και εκκρεμüτητες, που Þταν αμφßβολο αν κατÜφερνε ποτÝ να την ολοκληρþσει. Κι αν σπανßως την ολοκλÞρωνε, του Þταν ακατüρθωτο να την οδηγÞσει σε Ýνα ευτυχισμÝνο, κατÜ τις προθÝσεις του, τÝλος. Με αποτÝλεσμα να προσφÝρει στους ακροατÝς του μια ιστορßα αλλεπÜλληλων επιστρþσεων, παρüμοια με την Üμμο της ερÞμου üπου Ýζησε. Για αρχÞ επÝλεγε κÜποιο, διαφορετικü κÜθε φορÜ, συμβÜν που ο ßδιος αξιολογοýσε σημαντικü. Ικανü να παραμερßσει τα üσα εßχαν προηγηθεß, θεωρþντας τα δοκιμÝς εκεßνων που θα ακολουθοýσαν.          

    ΔουλειÜ του Þταν να οδηγεß Ýξι ελÝφαντες απü τη μια πüλη στην Üλλη. Ξεκινοýσε αξημÝρωτα, για να οδηγÞσει το καραβÜνι απü δρüμους λασπωμÝνους τους χειμþνες, σκονισμÝνους τα καλοκαßρια.

    - ΦαντÜζεσαι το θÝαμα; εκστασιÜστηκε, φÝρνοντας μπρος στα μÜτια του την αλλüκοτη πομπÞ.

    ¸κανε στÜση, να πÜρει ανÜσα. Η αναπνοÞ του θα κοβüταν αν συνÝχιζε με τον ßδιο αÝρα. ΣυνÝχισε με την αßσθηση πως δεν Þταν μüνο με την κüρη του στο δωμÜτιο. Πως Üκουγε την ιστορßα του και κÜποιος Üλλος.   

*

    Μια  νýχτα του χειμþνα το καραβÜνι με τους ελÝφαντες, δεμÝνο τον Ýναν πßσω απü τον Üλλον, βρÝθηκε μπροστÜ σε Ýνα τροχαßο ατýχημα. Τρεις Üντρες προσπαθοýσαν να βγÜλουν απü τα συντρßμμια ενüς αναποδογυρισμÝνου αυτοκινÞτου που κÜπνιζε, μια  γυναßκα εγκλωβισμÝνη στο κουβÜρι απü λαμαρßνες. Σα φυσαρμüνικα εßχε καταντÞσει το ανεστραμμÝνο üχημα. Η Üγνωστη γυναßκα, με το κεφÜλι γερμÝνο στο βολÜν, το αßμα να τρÝχει απü τους κροτÜφους, ανÝπνεε. Μüλις αντιλÞφθηκε την παρουσßα του ΚÜρλος, Ýστρεψε το βλÝμμα προς το μÝρος του ικετευτικÜ, περιμÝνοντας απü κεßνον τη σωτηρßα της. Οι τρεις Üντρες, εßχαν Þδη παραιτηθεß απü την προσπÜθεια. Ο ΚÜρλος, δßχως να χÜσει χρüνο, επιστρÜτευσε, με κραυγÝς και χτυπÞματα, τους ελÝφαντες. Τα θηριþδη παχýδερμα κατÜφεραν να γυρßσουν με προβοσκßδες και πÝλματα το αυτοκßνητο. Η γυναßκα σþθηκε την τελευταßα στιγμÞ. Την επομÝνη το üχημα τυλßχτηκε στις φλüγες.  

    Ο ΚÜρλος κοýνησε ρυθμικÜ το κεφÜλι. ¸τσι, μοιρολατρικÜ, αποδεχüταν τις τýχες των ανθρþπων. ΑνακουφισμÝνος απü τη διÜσωση εκεßνης της γυναßκας, ελευθÝρωσε το χÝρι της κüρης του. Η Ρüζα σκοýπισε την ιδρωμÝνη παλÜμη της, επαναλαμβÜνοντας το ßδιο με τις παλÜμες του πατÝρα της. Τον φßλησε  για να συνεχßσει. ΑυτÞ η εκδοχÞ διÝφερε απü τις προηγοýμενες.

*

    ΜÝρες αργüτερα, απü το νοσοκομεßο üπου βρισκüταν η Üγνωστη γυναßκα ζÞτησε να δει το σωτÞρα της. Ο ΚÜρλος ανταποκρßθηκε με προθυμßα και την επισκÝφθηκε την επομÝνη. ΣυνÜντησε μια πολý üμορφη γυναßκα, μια καλλονÞ. Η κυρßα Þταν κüμισσα, απü μεγÜλη τσÝχικη οικογÝνεια, με αμýθητα πλοýτη. Μου σþσατε τη ζωÞ, του Ýφρυξε τα χÝρια. Εßστε ο σωτÞρας μου, τα ακοýμπησε στο στÞθος της. ΖητÞστε μου ü,τι θÝλετε, θα σας το δþσω, σχεδüν παρακαλοýσε. ΘÝλω Ýνα παιδß απü σας, της εßπε εκεßνος, με περισσÞ αθωüτητα και εξαιρετικü θρÜσος. Η κüμισσα δεν Ýδειξε ενοχλημÝνη? οýτε καν Ýκπληκτη. Λßγες βδομÜδες αργüτερα, αφοý ανÜρρωσε, κανüνισε μια μυστικÞ συνÜντηση μαζß του. Εκεß δüθηκε στον σωτÞρα της για μßα και μοναδικÞ φορÜ. Εκεß ο ΚÜρλος Ýσμιγε πρþτη φορÜ με γυναßκα. ¸τσι Ýγινε στα δÝκα επτÜ του μπαμπÜς, αποκτþντας μια θυγατÝρα.

     Η Ρüζα τρÜβηξε ενοχλημÝνη το χÝρι της. Ο ΚÜρλος αναφερüταν στη δικÞ της γÝννηση. Το αßμα της ανÝβηκε στο κεφÜλι. Σταγüνες ιδρþτα ανÜβλυσαν στους κροτÜφους της. ΠεριÝφερε το βλÝμμα στο δωμÜτιο, μÞπως Üκουσε κÜποιος τρßτος.

    Ο ΚÜρλος κοßταζε επßμονα την πüρτα, παλεýοντας με την Üκρη του σκεπÜσματος.

   - ¢νοιξÝ το, πρüσταξε. Δεν βλÝπεις που Ýρχεται;

*

   ¸ξω, στα χεßλη της ¢ννας σχηματßστηκε Ýνα ανεξιχνßαστο χαμüγελο. Η κρυψþνα της πρüσφερε μια ανατρεπτικÞ εκδοχÞ στην εκκολαπτüμενη μυθιστορηματικÞ ιστορßα της. ¢κουγε για πρþτη φορÜ την εκδοχÞ που αφοροýσε, τüσο τη  γÝννηση της μητÝρας της üσο και την καταγωγÞ της γιαγιÜς της. ¸φερε στο νου τη μουσικÞ παρÜσταση που εßχε ανεβÜσει, προ ετþν, ο Ζερüμ Σαβαρý στην ΟπερÜ Κομßκ του Παρισιοý. Η ζωÞ τοý πρωταγωνιστÞ Þταν πανομοιüτυπη με τη ζωÞ του ΚÜρλος. Η σκηνÞ της διÜσωσης της κüμισσας, ακüμη και της γÝννας της κüρης της, αναφερüταν ως αυθεντικÝς. Τßτλος της παρÜστασης Þταν “Η πÜντα Ωραßα και το μικροýλι ΤÝρας”.

Εκεßνο Þταν Ýνα παραμýθι, αντÝδρασε. Και η ζωÞ του παπποý, τι εßναι;

   Η πραγματικüτητα κι ο μýθος Ýπαιζαν παρÜξενο παιχνßδι μÝσα σ’ εκεßνο το δωμÜτιο· περισσüτερο στο μυαλü της. 

*

    Ο ΚÜρλος συνÝχισε με την επιστροφÞ του στην Πολωνßα, üπου σατßρισε επß σκηνÞς Ýναν υπουργü εν ενεργεßα και τον απÝλασαν. Τüτε αναζÞτησε, για πρþτη φορÜ, την ΤσÝχα κüμισσα. ΜÜταια. Την εßχε αγαπÞσει, θαρροýσε, απεγνωσμÝνα. Εκεßνη, μετÜ τη γÝννα, του παρÝδωσε την κüρη τους με Ýνα γενναßο φιλοδþρημα και εξαφανßστηκε. Παρ’ üλα αυτÜ και παρÜ τη διαφορÜ των ηλικιþν τους, την κοινωνικÞ και οικονομικÞ διαφορÜ, εκεßνος Þταν διατεθειμÝνος να την παντρευτεß. Η απογοÞτευση τον Ýσπρωξε στο Παρßσι, üπου ερωτεýτηκε σαν Ýφηβος γυναßκες üλων των τÜξεων και ηλικιþν, Ýχοντας δßπλα του την Ρüζα.   

*

    Στην πλειοψηφßα τους οι αφηγÞσεις του ΚÜρλος ακουμποýσαν στον ßδιο καμβÜ. Μüνο που üσο μεγÜλωνε τις εμπλοýτιζε με παραλλαγÝς üπου εμπλÝκονταν τιμÝς, δüξες και μεγαλεßα. Και δεν Þταν λßγες οι φορÝς üπου ενÝπλεκε βασιλεßς, πρßγκιπες, κυρßες επß των τιμþν και κüμισσες.

   ΑυτÞ τη φορÜ ξεπÝρασε κÜθε üριο παραλογισμοý, σκÝφτηκε η ¢ννα,  ενθουσιασμÝνη απü το υλικü που της προσφερüταν. 

*

   Η Ρüζα, αφοý ξεπÝρασε την ταραχÞ, κοßταξε με τρυφερüτητα τον πατÝρα της. Δεν Þξερε αν Ýπρεπε να πιστÝψει την ιστορßα του Þ üχι. Αν Þθελε να συνεχßσει Þ να σιωπÞσει. Του χαúδÝψει τα μαλλιÜ και Üνοιξε διÜπλατα την πüρτα, να εßναι ευρýχωρη σε κÜθε επισκÝπτη.    

    Την επομÝνη που βρÞκε τον πατÝρα της νεκρü, αναρωτÞθηκε αν περßμενε τον ΧÜροντα Þ την κüμισσα. Ποιος απü τους δýο τον πÞρε κοντÜ του.

    Η ¢ννα κλειδþθηκε στο δωμÜτιü της, στüλισε καθρÝφτες και κÜδρα με φωτογραφßες του παπποý της: ο ΚÜρλος Ýφιππος σε μαýρο Üλογο, σχοινοβÜτης ακροβατεß σε τεντωμÝνο σχοινß, ημßγυμνος στην Ýρημο, ντυμÝνος Üψογα σε καφÝ του Σεν ΖερμÝν ντε Πρε στο Παρßσι.

    Ξεφýλλισε το τετρÜδιο των σημειþσεων, μÝνοντας στις παραλλαγÝς της ιστορßας του ΚÜρλος. Λες αυτÞ η εκδοχÞ να εßναι η πραγματικÞ; αναρωτÞθηκε. Κι αυτü το τελευταßο δþρο του παπποý της; Η μüνη αλÞθεια του ΚÜρλος Þ το τελευταßο ψÝμα;

   ¸σκισε τις τÝσσερις πρþτες σελßδες, τις δßπλωσε στα τÝσσερα, στα πÝντε. Με κüκκινο στυλü Ýγραψε, θα τα ποýμε εκεß. Τη νýχτα θα τις σπρþξει στην αριστερÞ τσÝπη απü το μικροσκοπικü σακÜκι του νÜνου.

    ¸κλεισε το τετρÜδιο, διαγρÜφοντας με Ýνα τερÜστιο Χ τον τßτλο στο εξþφυλλο. Ο νÝος τßτλος του μυθιστορÞματος θα πρÝπει να περιλαμβÜνει και την “πÜντα Ωραßα” κüμισσα.  

      

 

 

Η πÜντα Ωραßα και το μικροýλι ΤÝρας,

εφ. ΤΑ ΝΕΑ, στο αφιÝρωμα Δýσκολοι Ýρωτες Β ´ 

ΣÜββατο, 19 Ιουλßου 2003, ΑθÞνα