ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ
Ζει, φώναξες έντρομος, διαισθανόμενος περισσότερο το κακό να προβάλλει στη στροφή, όπως όταν ξυπνάς αλαφιασμένος από εφιάλτη της νύχτας, να βουλιάζεις σε βυθούς πράσινους και υδρόβια χέρια να σε ντύνουν με λέπια και αίματα ή να 'ρχεται κατά πάνω σου, αργά μα σταθερά εκείνη, μαυροφόρα και ξέπλεκη, που όμως, μέχρι να φτάσει σε απόσταση αναπνοής, αλλάζει τρία και τέσσερα πρόσωπα, γνώριμα τις περισσότερες φορές σε σένα και κοντινά.
Ζει και βασιλεύει φώναξες, με το χέρι-χωνί στο οτόμα και τ' άλλο γαντζωμένο γερά στο κατάρτι, γιατί η θάλασσα άγρια κι απειλητική στα μάτια της, γιατί ναυτόπουλο εσύ, μονάχο στα πέλαγα και τα σχοινιά γεμάτα αλάτι κι οι αέρηδες μάνιαζαν πάνω στο κορμί σου.
Όταν έκανε την εμφάνιση του στο καφενείο ΑΙ ΜΟΥΣΑΙ για πρώτη φορά εκείνος ο σεβνταλής, όλα θαρρείς και ταρακουνήθηκαν στις θέσεις τους, μέρια σαν να περάσει αυτό το δασωμένο βουνό, που η σκιά του έφτανε μέχρι τις Καμάρες, καθώς ο ήλιος έγερνε να χαθεί. Τα κρεμασμένα έγχορδα και πνευστά των τοίχων, αναδύθηκαν σε μια αναίρεση της σιωπής τους. Οι παλιοί μουσικάντηδες των πανηγυριών και των γάμων και των ευκαιριακών γλεντιών, που κοπροσκύλιαζαν όλη μέρα, έφεραν αυτόματα στο νου τους γλέντια και ξεφαντώματα της νιότης τους, που δρόσισε το ανατολικό αεράκι της Σμύρνης, του Αϊβαλιού, της Προύσας και της Βασιλεύουσας, πιάνοντας, ασυναίσθητα βέβαια, τα καλαμπαλΐκια τους, θωπεύοντας έτσι ξεχασμένες εξάρσεις και δόξες παλιές. Οι σαντέζες του μαγαζιού τον κοίταξαν με ξελιγωμένο βλέμμα κι αναπετάρισαν. Ανατινάζοντας τα βυζιά τους, ξεσήκωσαν γλυκά απ' τη μνήμη τους ολονύχτια όργια με ξεγυρισμένα γαμήσια. Ο μαγαζάτορας των Μουσών τον υποδέχτηκε με συγκρατημένο ενθουσιασμό, γιατί το έμπειρο μάτι του ζύγισε ευθύς τα χρυσαφικά στα δάκτυλα και ωσφράνθηκε, απ' τη μια, γερή μπάζα, παράλληλα όμως τον ζώσαν φίδια για το πιθανό ρημαδιό του κωλομάγαζου πολλά είχαν δει τα μάτια του. Έγραψε εκείνος στα βαρβάτα του δίδυμα τους ενδιασμούς του κιτρινιάρη, σήκωσε τη χερούκλα του και τον έκανε στην μπάντα. Κλειστό, είπε, όλα πλερωμένα, και μπήκε μέσα, στητός, διεγείροντας ποταμούς ορμών, ακόμα και στ' άψυχα του μπουρδέλου. Κι έκλεισε η πόρτα και κατέβηκαν τα ρολά αφήνοντας απ' έξω να περιφέρονται φήμες κι ανεξακρίβωτες ειδήσεις, τροφή κι αναστάτωση, άκρως ερεθιστική της στερημένης και όχι μόνο σεξουαλικώς, επαρχίας της δεκαετίας του πενήντα. Την άλλη μέρα, όλοι οι αιδήμονες νοικοκυραίοι μιλούσαν για την παννυχίδα, μπερδεύοντας στις ερυθρές φαντασιώσεις τους, εξωτικούς έρωτες, με τα απαραίτητα κουρσεύματα, χασίσια και μαχαιρώματα, πληρούμενοι έτσι εκ νέων ελπίδων για το προδήλως μίζερο μέλλον τους. Κι οι γυναίκες, βγήκαν όλες στην αγορά, με την πρέπουσα σεμνότητα των αφελών προσχημάτων, για να περάσουν από τας Μούσας, να δουν τη σκιά που άφησε ο ξένος οχευτής και να οσφρανθούν τη μπόχα του καπνού, του κρασιού και της βαρβατίλας. Πέρασε κι η Μαριάνθη και κοντοστάθηκε μπροστά στο άδειο τέμενος, να τακτοποιήσει τα μαλλιά της, όλην ώρα μες στα μάτια μου, δικαιολογήθηκε στον αναστατωμένο κόσμο της. Την ενόχλησε η δυσάρεστη απόπνοια και το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν ένα ξεσκισμένο ντέφι, κρεμασμένο στο καρφί του. Έφυγε κυνηγημένη από ήχους μαρτυρΐες, να βουίζουν τ' αυτιά της, να σείονται τα μελΐγγια της στην ταραχή και τα πόδια της ανίκανα να σκαρφαλώσουν τα μπαίρια. Τα έκανε λίμπα ο μπάσταρδος, ρούφηξε όλα τα πιοτά του μαγαζιού, έσπασε, ρήμαξε, πιάτα, γυαλικά, καρέκλες κι ένα ντέφι, την ώρα που του κουνιόταν μια πολιτικιά σκρόφα. Όλες τις πέρασε εκείνο το βράδυ και ζητούσε κι άλλες ο νταβραντισμένος, έλεγαν σαν επίλογο της λαγγεμένης χαύνωσης. Και σαν επιμύθιον συμπλήρωναν, θάλασσα θάλασσα άσπερμη, αφύτρωτη και στέρφα.
Ζούσε μονάχη με τα μαλλιά της. Τα άπλωνε στο παράθυρο του σπιτιού της, φρεσκολουσμένα και τρέχαν νερά και παραμύθια για τα παιδιά. Η Γενοβέφα γυμνή, μέσα σε άνθη κόκκινα, ιώδη, κίτρινα και γλαυκά, νεραγκούλες, πανσέδες, κρινάκια, λευκάνθεμα, μανουσάκια, νάρκισσους, μη μου άπτου και μη με λησμονεί. Η Αρετούσα στο μπαλκόνι τις νύχτες, άστρα και μουσική από άρπα, λύρα αιολική, κιθάρα και γιουκαλίλι. Ζούσε μονάχη με τα μάτια της, τρομαγμένα από φαντάσματα και τριγμούς, από σκοτωμένα αδέρφια των βουνών και πνιγμένες ιστορίες των θαλασσών, άγριες και απειλητικές στην καθημερινή φουρτούνα του πλανταγμένου νου και στερημένου κορμιού της. Ζούσε μονάχη κι εκείνος ξαναγύρισε, στολισμένος υπερπόντια ταξίδια και φορτωμένους μύθους αλλοφερμένων ονομάτων. Όλα ταρακουνήθηκαν πάλι στις θέσεις τους και μέριασαν να ξαναπεράσει ο λεβένταρος, μετά την πολύχρονη απουσία του, τον γύρο του κόσμου έλεγαν πως έκανε σε ογδόντα μέρες, ο γόμος της ταξιδεμένης λαγνείας και η δικιά τους πια ορμή και δόνηση. Ξεκρεμάστηκαν ευθύς κλαρίνα, ούτια, μπουζούκια, μπαγλαμαδάκια, λαγούτα, βιολιά και ντέφια κι οι ξεκωλιάρες όλης της περιφέρειας μαζεύτηκαν, λες και τις τσίρωσαν φτερό, σεινάμενες, κουνάμενες, βαμμένες ως τη φτέρνα, άνοιξαν τα ευτραφή μεριά τους και αναστέναξαν κι εκείνο το βράδυ όλα τα κρεβάτια της γειτονιάς και φούντωσαν οι μυστικοί ίμεροι των γυναικών, συμμετέχοντας έτσι στην κραιπάλη των Μουσών, παντρεμένες με ό,τι είχαν δίπλα τους, όμως με κείνον στο νου, να τις φλογίζει το δέλτα της ηβικής αύλακος, και ανύπαντρες με ό,τι βρέθηκε πρόχειρο και βολικό. Η Μαριάνθη δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα. Με σβησμένο το φως, να μεγαλώνει ο φόβος και να φουντώνει ο πόθος, έτσι που αυτή η μονωδία ξέθαβε φωνές απροσδιόριστες μέσα στη σιωπή του δωματίου με τα μάτια διεσταλμένα, να παρακολουθεί τις απειλές του παρόντος και του μέλλοντος, δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα και την άλλη νύχτα κι όλες τις νύχτες. Ώσπου της είπε, σε θέλω, έτσι στα ίσια, σε θέλω. Λίγη σε πέφτει, τον ορμήνεψαν τα καρντάσια, χαράμι η χυσιά. Δουλιά σας κουφάλες, τους έκοψε και είδε στα μαλλιά της νερά και παραμύθια, άνθη των βυθών απ' τις θάλασσες που σεργιανούσε, ομίχλη των λιμανιών της σκουριάς και της σαπίλας, φώτα λαμπαδηφόρων πόθων, που πλησίαζαν στην πρώρα του, κάθε φορά που τον καλούσαν σειρήνες και γοργόνεια, με μαλλιά φρεσκολουσμένα, απλωμένα στο παράθυρο, να τρέχουν μύχιοι πόθοι και καίλες, η αρχαία ηδονή που ήξερε και στα μάτια της τον φόβο των φαντασμάτων και των στοιχειών που περιδιάβαιναν όλες τις πνιγμένες ιστορίες των παλικαριών που χάθηκαν και σκαριών που ρουφήχτηκαν και γέμισαν έτσι χρυσά φλουριά και μαργαριτάρια της πρύμης, για να κυλήσουν οι ώρες. Ναυτικός θα γενείς; Ναυτικός θα γένω, είπε μια φορά, λόγος μαχαίρι, και ταξιδεύει από τότε μέσα στις υγρές ιστορίες της ομίχλης και μες στο πούσι.
Ζει, φώναξες έντρομος, όπως όταν ξυπνάς αλαφιασμένος από εφιάλτη της νύχτας, διαισθανόμενος περισσότερο το κακό να προβάλλει, όταν έπεσες επάνω της, καθώς κατηφόριζες και ήσουν έτοιμος να πάρεις τη στροφή του δρόμου. Γεια σου Μαριάνθη, τη χαιρέτησες με την πρόκληση που συνοδεύει κατά κανόνα την εφηβεία, με την οικειότητα του αυθορμητισμού που αναπηδά απ' την πολύχρονη απουσία και προπάντων με την έξαρση μυθικών ακουσμάτων για κείνον που χάθηκε και για την γοργόνα που τον ζητιανεύει σε στεριές και θάλασσες, δαιμονισμένη. Μισοειπωμένα όλα απ' τους μεγάλους και ερεθιστικά, παραλλαγμένα και συμπληρωμένα στο νου κατά πως μπορούσες τότε, που ανυποψίαστος σχεδόν, περίμενες να μεγαλώσεις για να καταλάβεις και να φύγεις απ' την πόλη σου για να τα γευτείς.
Σε θέλω, της είπε εκείνος στα ίσια και είδε στα μαλλιά της σειρήνες και δαιμόνια, κάτω από ουράνια τόξα να τον καλούν σα φώτα λαμπαδηφόρων πόθων κι ας μην τον χαλάλιζαν τα καρντάσια στη μισοριξιά.
Σε θέλω, της είπε και τη γλέντησε. Και γεύτηκε η Μαριάνθη χυμούς καρπών ανομολόγητων και είδε χρώματα από ρίζες αρσενικές και άγγιξε τη μυθολογία του κορμιού του και κατέβηκε ο ουρανός με τ' άστρα του στη γη κι ανέβηκε η θάλασσα με τα ψάρια της επάνω και γκρέμισαν τα τείχη του κόσμου.
Και σάπισε το μυαλό της όταν έφυγε ο αγαπητικός της θάλασσας στο πρώτο κάλεσμα των πόντων και δε ξαναγύρισε πια. Κι ας έφαγε απ' τις χούφτες της σπόρους σκληρούς και στυφούς που του 'δωσε εκείνη, από ρόδι, να παντρέψει έτσι τους κόσμους της θάλασσας και της στεριάς. Ο ήχος του ξύλου που γερνάει κι ο αχός των αντικειμένων που εξατμίζονται, την έδιωχναν από το σπίτι της. Δεν την κρατούσαν πια οι γυάλες με τα χρυσόψαρα και το θαλασσινό νερό με τα κοχύλια και τα βότσαλα. Καβάλα στο μικρό Αρκάδα, ταξίδευε σε θάλασσες άγνωστες και βούλιαζε στην αναζήτηση, έμπαινε σε λιμάνια αφανέρωτα και την κούρσευαν ναύτες και πειρατές, λαθεμένη πορεία πάντα, που άρχιζε απ' το δρόμο του σπιτιού της, περνούσε απ' το καφενείο των Μουσών και τελείωνε στην άλλη άκρη του κόσμου. Έταζε στην Παναγιά Θαλασσινή και στην Αφρογενή Αφροδίτη ασημένια καραβάκια, χέρια και πόδια και καρδούλες, τα μαλλιά της και τα μάτια της. Κατέβαινε στο λιμάνι και μετρούσε τα πλεούμενα που περνούσαν στ' ανοιχτά και φώναζε τα πληρώματα με το μικρό τους όνομα, για όλους το ίδιο κι η φωνή της έσκαβε τη θάλασσα και πετούσε πέτρες να πληγώσει τις νύχτες, να ματώσει τις μνήμες της και να βουλιάξει τον πόθο που τη φλόγιζε. Έμπαινε στη θάλασσα κι έπαιρνε τα μαλλιά της το κύμα κι άρχιζε το τραγούδι τ' αλμυρό από τ' αλάτι που στέγνωνε στρώματα στρώματα στο κοίλωμα του ουρανίσκου. Έτσι άρχισαν ν' αστράφτουν υποψίες απ' τα πρώτα λέπια και να παίρνει σχήμα το δίχαλο της ουράς της. "Αλλαξε και νόμισε πως κανένας δεν τη γνώριζε πια και πως μπορούσε ν' αρχίσει να νοιώθει καινούρια μίση. Έτσι χάθηκε απ' την πόλη για χρόνια, λες και περίμενε την εφηβεία σου για να γυρίσει πίσω.
Γεια σου, Μαριάνθη, τη χαιρέτησες όταν έπεσες επάνω της, έκπληκτος απ' την αναπάντεχη συνάντηση, αλλά περισσότερο απ' το θέαμα των ξέπλεκων μαλλιών πάνω στο γυμνό κορμί της, ανάμεσα σε σκόνες από νερά, μέχρι εκεί που άρχιζαν να χρυσίζουν τα λέπια. Έτσι έπλεε εφιαλτική, κυκλώνοντας το ακυβέρνητο ακόμα καράβι σου. Γαντζώθηκε επάνω σου με τα υδρόβια χέρια της, είδες τον Αλέκο...; είδες τον Αλέκο; ρώτησε με την αλμυρή, από τ' αλάτι του ουρανίσκου, φωνή της και το κορμί της υψώθηκε ανάμεσα σε σκόνες από νερά και λάμψεις απ' τα πρώτα λέπια του κάτω μέρους.
Ζει και βασιλεύει, φώναξες με το χέρι-χωνί στο στόμα και τ' άλλο γαντζωμένο γερά στο κατάρτι, γιατί η θάλασσα άγρια κι απειλητική στα μάτια της, γιατί ναυτόπουλο εσύ, μονάχο στα πέλαγα και τα σχοινιά γεμάτα αλάτι κι οι αέρηδες μάνιαζαν πάνω στο κορμί σου.
Κι εσύ, ονειροπλασμένος κι αταξίδευτος, διάλεξες τους δικούς σου δρόμους μέσα από βιβλία, λεξικά κι ανάλεκτα. Προσκύνησες ταξιδεμένους ποντοπόρους, έβαλες σημάδια σε χάρτες και χάραξες τη ρότα των πόθων σου. Έμαθες όλους τους ανέμους για να φουσκώσουν τα πανιά σου με υποσχέσεις σπάνιες και ρίγη ανακαλύψεων, να τα ξεσκίσουν και να σε βουλιάξουν, αφού πουθενά δεν ήταν τόπος επιστροφής, έτσι να μιλάς για ναυάγια ανάμεσα σε πρυμνήτη, αντίπρωρο, ντελή, αργέστη κι ακόμα σε μεσογειακούς μουσσώνες και Χαμσίν τον Αιγύπτιο. Διάβασες τα ουράνια σώματα και τις ομάδες των απλανών αστέρων τους αστερισμούς διάβασες στις αναχωρίσεις των φίλων πάνω σε Άμαξα, Κάραβο, Ηνίοχο, Ανδρομέδα και Περσέα και τις ζωγράφισες με καρφάκια-καμπαράδες στο ταβάνι της Αγίας Βαρβάρας σε σχήματα του Αλτάϊρ, Αντάρη, Βέγα, Σείριο. Έκανες τη ζωή σου κύκλο, ν' αρχίζεις και να τελειώνεις εδώ, στρογγυλός, πάνω σε μια υδρόγειο, στη δίνη των πλανητικών ωρών και του ζωδιακού κύκλου. Στα νότια του ουράνιου ισημερινού μεσουρανεί ο Υδροχόος της και σε ποτίζει τ' αθάνατο νερό, καθορίζοντας την αμφίβια μοίρα σου, πάνω στο δίχαλο του ψαριού της, στο γυμνό στήθος της χούφτας σου και στων μαλλιών της τα μελωδικά καλέσματα. Κι ο Ταύρος ο θαλασσινός, με το σμήνος των Υάδων στο κεφάλι, πόσες φορές κούρσεψε τα μουσκεμένα σου όνειρα, να σε φωνάξει με το μικρό σου όνομα Αλδεβαράν, Αλδεβαράν, στην έξαψη της πλανητικής Αφροδίτης που τον ορίζει και την ορίζει στην εξουσία του σπέρματος. Κι εσύ, Αιγόκερως του αθέατου χειμώνα και Πάνας αταξίδευτος των βορεινών επαρχιών, διχοτόμησες το μυστικό σου σώμα κι έντυσες με προβιές τα επόμενα βήματα. Ταξίδεψες πολύ πάνω σε χάρτες κηρωτούς, αρματωμένος, έλεγες, και χαλκένδυτος αναχωρώ για το Μάνδρας, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ κι ας μάντευαν οι άλλοι το S.O.S του παραθύρου σου σε ιστιοφόρα, κωπήλατα, μπενζίνες, φορτηγά, πειρατικά, γαλέρες και κιβωτούς ελκυστικών κατακλυσμών. Μ' ένα διαβήτη στο χέρι χάραξες τους δικούς σου μεσημβρινούς και παράλληλους, προφέροντας κάθετα τον τροπικό της δικής σου ειρκτής. Χάραξες ακόμα στο κορμί σου ζωγραφιές αισχρές και τράβηξες χασίσι και κοκό και άσπρη σκόνη, πάνοπλος πλέον για το οριακό σου πέρασμα απ' το κερχαναριό των Μουσών. Κι όλα σου κάνανε τη χάρη.
Όπως όταν
...περνοϋσεν απ' της Σελευκεΐας
την αγορά, περί την ώρα που βραδυάζει
ένας θεός των
ταρακουνήθηκαν στις θέσεις τους και μέριασαν να περάσεις ντυμένος στα κυριακάτικα ναυτικά σου. Ξεκρεμάστηκαν ευθύς έγχορδα και πνευστά και ντέφια κι οι παστρικιές όλης της περιφέρειας χύθηκαν για πάρτη σου, στην ολονύχτια στύση σου. Και την άλλη μέρα, άρχισε το προσκύνημα. Άγγιζαν και φιλούσαν τον τροπαιοφόρο σου φαλλό, στολίζοντας τον με λουλούδια, αναθήματα και πλήθος ικεσιών. Πέρασε κι η Μαριάνθη, με τα μαλλιά της γεμάτα καραβάκια και ανέμους και με τα μάτια της, φώτα λαμπαδηφόρων πόθων. Σε θέλω, της είπες στα ίσια και πισωπάτησες στην κρυψώνα σου, ν' ανοίξει το πορτάκι στις μοίρες των σωμάτων. Πέρασε εκείνη, φορτωμένη παραμύθια με ξωτικά, αερικά, μάγισσες και νεράιδες. Πέρασε κι ο Αλέξανδρος ο Μέγας. Γύρισες από μέσα το κλειδί, με την έξαψη της πρώτης συνάντησης, τη λαχτάρα του απρόσμενου και το τρέμουλο του υδρόβιου φόβου. Ξεκούμπωσε εκείνη ένα κουμπί κι άρχισες να γδύνεσαι. Ας κάνουμε πρώτα ένα τσιγάρο, είπε εκείνος. Πήγες μπρος στον καθρέφτη να ρουφήξεις την πρώτη σου νικοτίνη, ανάμεσα σε ανυψωτικούς καπνούς τελετών, αντικατοπτρισμούς ειδώλων, νταλκάδες και μεράκια. Γδυθήκατε με αργές κινήσεις, στην περιφέρεια ρευστού κύκλου ανατριχίλας και εξέγερσης, στο μύρωμα του σάλιου και στην ευλογία του ιδρώτα, που ανάβλυζαν γωνιές και κόχες των απαλών κοιλάδων. Τη φίλησες στο στόμα και σ' οδήγησε στη ρώγα του βυζιού της, να ουρλιάξει στον πόνο της διαστολής σου. Εδώ με δάγκωσε ο Αλέκος, σου είπε και σ' έδειξε τα σημάδια της ορμής του. Απ' εδώ πέρασαν πολεμιστές και μονομάχοι, γυμνήτες και σπαθοφόροι, πραιτωριανοί και λεγεωνάριοι, είπε. Έτσι έμειναν ίχνη στα νύχια και αίμα στα μάτια, όταν της έλεγες τ' άνομα και τα γαλβανισμένα. Λυσσομανούσες και πλάνταζες. Απόθεσες το σπέρμα σου, του ύψους και του βάθους των μαλλιών της, που κάλυψαν αναστεναγμούς και μουγκρητά των ερωτικών σπασμών σου σε σκέπασαν και σ' αφάνισαν. Αυτό ήταν όλο, είπε ο Αλέξανδρος, άνοιξε διάπλατα την πόρτα και χάθηκε.
Στους ήχους, τώρα, των μαλλιών σου φωλιάζω, κάθε που ακούω τριγμούς και θορύβους υπόκωφους.
Ραγίζω.
Στο είπα πως είμαι στρογγυλός, σα μια ξύλινη υδρόγειο.
Στο είπα πως είμαι ρόινος και επικηρυγμένος.
ΜΑΚΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΒΕΓΓΑΖΗ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ
Το πρώτο μου παιδί το σκότωσα. Έχωσα βαθιά το γάντζο και τράβηξα το στέρνο. Κράκ κράκ, κρατήθηκα στο περβάζι της πόρτας, όρθια, άνοιξα τα πόδια, ένωσα τα χέρια στα σκέλια κι άρχισα να μιλώ τη γλώσσα της μάνας μου. Φαρμάκι θα σε ποτίσω, φαρμάκι έβγαζε την ώρα που με τραβούσε απ' τα πόδια. Καταραμένο πρώτα το πράμα κι ύστερα το κεφάλι, έλεγε, πρώτα η τρύπα κι έπειτα τα μάτια, στο φως της μέρας λιγοθυμούσε και τινάζονταν, στέγνωνε και γυρνούσε στους αφρούς. Δε θα σε θρέψω, δε θα σε θρέψω, κακότυχο. Χολή θα πιείς απ' τα βυζιά μου και θάνατο, θ" ανοίξω τα σκέλια και θα φυτέψω φωτιά, να βλέπουν και να λειώνουν στα μάτια, να καίγονται και να μαυρίζουν στο κάρβουνο. Με σήκωσε ψηλά, με πήγε κάτω, δεξιά, αριστερά και είπε, σε βαφτίζω. Να βάλεις χίλια ονόματα και δυό χιλιάδες ρούχα. Να προσκυνήσεις το σταυρό και να γυρίσεις Τούρκα. Στην Ήπειρο να ανεβείς, να κυλιστείς στην Πόλη, να φτάσεις στα μικρά νησιά και στα φαρδιά ποτάμια. Κι όταν γεμίσεις και φανείς, θα ρθώ κι εγώ στη γέννα. Μιλούσε με φωνήεντα. Η τρέλα κάλπαζε κι ερχόταν όπως το φονικό στην άκρη του μαχαιριού. Στήθηκε στον καθρέφτη και πάτησε στα δάχτυλα. Ανέβηκε στην καρέκλα κι έσφυξε τη μέση της, δαχτυλιδάκι χρυσικό και στρογγύλεψε η λεκάνη, έλα έλα και δώστου και γιάλλα, κουνιόταν το κορμάκι στις τσαχπινιές των γοφών της. Έβαλε κάλτσες και μαντήλια στο στήθος της, το χάιδεψε και το 'τριψε να στάξει γάλα και γλύκα, θα 'ρθούν σηρικοί και σεϊζηδες, βαστάζοι και γκαμηλιέρηδες, αδρόσιστες οι γλώσσσες και σπασμένα τα χείλια τους, να ρουφήξουν στη ρώγα μου με το λουφέ στο χέρι. Σαν τις στροφές των δρόμων θα τα μεγαλώσω, σαν τα βουνά, για τους μικρούς νομάδες. Πήρε μπογιές και χρώματα: βατόμουρα, κούμαρα, ριζάρι και πρινάρια, κόκκινο στα χείλια, για τους μπερεκετλήδες της Ιστανμπούλ, είπε και τα δάγκωσε στο αίμα. Έβαλε σκόνη στα μάγουλα, για τους σαράφηδες της Αλεξάντρειας και κύκλους στα μάτια, για τους ναβάβηδες της Βομβάης. Πέρασε χαλκάδες κίτρινους στ' αυτιά, για τους χρυσοχύτες, είπε, του ντουνιά. Ένα γιοφύλλι στο στηθόπανο, απ' τα βυζιά μου να ρουφάς, να πιάσεις ρίζες και σταυρούς κι όσο θα ζω να ζήσεις κι αν μαραθείς να σβήσω σήκωσε το φουστάνι. Τρίφτηκε. Είδε στο καθρεφτάκι της χούφτας της ν' ανοίγουν και να κλείνουν τα τρυφερά σκεπάσματα. Δώδεκα σταγόνες το χνούδι, φωτιά με καίει στην κοιλιά, κατρακυλάει να πέσει. Άνοιξε έναν έναν τους κατιφέδες κι έβαλε το δάχτυλο βαθιά. Απ' εδώ θα περάσουν τ' ασκέρια της Ανατολής κι όλα των Βαλκανίων, εδώ θα σπείρουν τη φύτρα τους, εγώ θα τα χαλάσω. Και βγήκε στο δρόμο. Με τακούνια και φτειασίδια και καμώματα, τάκατα τούκατα, τάκατα τούκατα στο λιμάνι και στα καλντερίμια, δε γυρνάω σπίτι, δε γυρνάω. Φωτιά κι αστροπελέκι. Περνούσε ξυστά απ' τα ρακιτζΐδικα των αντρών και στέκονταν αντίκρυ απ' τα σπίτια. Φώτα έβλεπε και στολισμένες κοϋρβες, γάΐτάνια και μαλάματα. Ξάπλωνε σε σοφάδες και μιντέρια και βούλιαζε σε μαξιλάρια και σταμπάτα. Έβγαζε απ' το στόμα τον καπνό και άνοιγε τα πόδια. Τη χάλασε ένας θαλασσινός. Τρίχες στο δέρμα και κεντίδια, για γοργόνα με μαλλιά σαν τους μπαξέδες και μάτια ανοιχτά στον τρόμο. Πώς σε λένε, Αλέκο, εμένα Σουλτάνα, είπα το πρώτο όνομα. Από που έρχεσαι, απ' τη Βεγγάζη, είπε εκείνος, το λιμάνι. Να με πάρεις, κυρά, να με στεφανωθείς, και μάζεψε στο μαντήλι το αίμα. Τρόμαξε και κοιμήθηκε στο κλάμα, ύστερα το πέταξε στα νερά. Να κοκκινήσουν οι θάλασσες και να σκιστούν στα δύο. Να πέσεις σε ρουφήχτρες και μπουγάζια. Στη Σκύλλα να πλαγιάσεις, όπου αράξεις θα σε βρω. Στη Σμύρνη της έπαιξαν το τέλι, στην Καππαδοκία κεμανέ, στο Γενιτζέ το ούτι, στα 'Αδανα το σαζ και πέρασε στην Ξάνθη. Εκεί της φόρεσαν τα ζίλια και στις Σέρρες με χτύπησαν το ντέφι στο τσιφτετέλι.
Αμάν μάτια τσακίρικα, κορμάκι λυγερό, φιδίσιο, αμάν ντέρτια, α ρε σεβτάδες.
Αμάν χόρευαν οι ασΐκηδες σέρβικα, καρσιλαμάδες κι απτάλικά. 'Αφεριμ. Στην Καβάλα, ζεϊμπέκικα τα σπάσαν και τα ρήμαξαν, τζιλβέδες και τσακίσματα στο γόνατο και τη μέση οι ντερβΐσηδες, στα δόντια το τραπέζι και τράβηξαν μαχαίρια. Την πότισαν λάγγερο, αψέντι, κι άντες κι εβίβα, να πάνε τα φαρμάκια, ντούζικο και ρούμι. Στους αφρούς της σαμπάνιας πήγαινα απ' την αρχή στο κορδέττο της Ανατολής και του Αιγαίου. Σβάρνα τα λιμάνια, τα σπίτια και τις αγκαλιές, έκανε όνειρα στους καπνούς των τεκέδων, θα φύγω απ' εδώ, θα τα μουτζώσω και θα φύγω. Στην Αμέρικα θα πάω, στο Βουκουρέστι δε με ξέρουν. Εκεί ο θεός είναι μεγάλος. Σ' αυτό το μαργέλι ζώστηκα. Γύρες στις γύρες, την τράβηξαν σε χαμηλά πατάρια, σε αχυρώνες και στις βάρκες.
Κάτω απ' τις γέφυρες οι φαντάροι. Πετούσαν πέτρες αυτοί που περίμεναν και χέριαζαν το καυλί τους, άντε ξεπέταχτον να παίρνουμε σειρά με τον παρά μπροστάντζα. Ένας λοχίας απ' τα Γιάννινα, σε παίρνω όπως είσαι, βογγούσε, ξεβράκωτη και τρύπια. Άντρακλας, μουστάκι μαυριτανικό, μάτια κατράμι, έβρεχε, ποδάρια μεροδέντρια, παράτα τα, με ξόρκιζε, πετάω το χακί στο σύρμα και σε παίρνω. Έβρεχε δυό μέρες και τρεις νύχτες. Στην Αθήνα τον έκρυψα κι έπινε και μασούσε το γυαλί, πού γυρνάς μωρή, πού σέρνεσαι τα βράδια. Την τύφλα και τη μούτζα του, που τον φορτώθηκα , ποιος σε στολίζει και ποιος σε ντύνει. Απ' εδώ τρως ρε σελέμη κι άχρηστε, έδειξε το βρακί της, αν κλείσει τούτη η τρύπα θα ψοφήσεις. Έτριξαν τα μάτια του αγοριού. Καβάλλα στον ταύρο, γκρέμισαν τα ντουβάρια και λύγισαν τα θεμέλια. Έβγαλε ουρλιαχτό άααααα, να χτυπήσει στα βουνά της Ήπειρος. Τράβηξε τη φλέβα στο σουγιά, καριόλα, φύγε. Μη. Φύγε, ξανά και στ' άλλο χέρι, αχ μάνα μανίτσα, κατέβα να με πάρεις, έτρεχε το αίμα στα μάτια και χώνονταν στο στόμα της. Μη, μπάσταρδε και βουνίσιε, στο μήνυσα και στο 'πα, εγώ θα σε χαλάσω. Ξημέρωνε στο φόβο. Πού να σ' αφήσω και πού να χωθώ. Την κυνήγησε το αίμα. Ανέβηκε σε πλοία φορτωμένα αλάτι και κόκκινο χώμα, σε ψαράδικα, αραμπάδες και τραίνα, αχ θαλασσινέ, αν ζεις και ζώνεσαι, θα σ' εύρω. Στο Πέραν με ντύσαν στα μετάξια, στο Γκιόλτεπε της πήραν τα βραχιόλια κι ένας ταμπάκης απ' την Αίγυπτο, ένας ζάίφης, τη σπίτωσε. Έχω γυναίκα και παιδιά, και την έκλεισε στο Κιναλί. Άλλο δρόμο δε θα ξέρω, σπίτι ταμπάκικο, απ' εδώ μέσα να, μη βγεις. Βρωμούσε σόδα και ψαρόλαδο, κινάβρα ίδρωνε και ρεύονταν, θυμήθηκε τη μάνα της, δε θα βγεις απ' εδώ, της έλεγε, δε θα βγεις κι έσφιγγε τα πόδια, να μη πάρεις αέρα, δω μέσα θα ψοφήσεις. Έζενε, αϊ σιχτίρ και του φιδιού το δέρμα και του κροκόδειλου, στο καλντερίμι θα ψοφήσω. Τον έχυσε τα μάτια με πιρούνι την ώρα που ήταν μέσα της, μια το ένα, ούρλιαζε και πιάνονταν στο κάγκελο, στα τομάρια, να τανύσουν, μια το άλλο, άχρηστε άντρα. Και τράβηξε απ' την αρχή. Λιμάνια και σκουριά, μπόχα και χτικιό στα παζάρια της Τρίτης και της Τετάρτης και του Πραβιού και της Νιγρίτας. Πουλούσαν αλόγατα, σκουτιά, βαμβάκι και κετσέδες στα παζάρια. Έβαζε κόκκινο για τους λαδάδες και σκόνη για τους κατσάκηδες. Σκύλα, δε μ' έπνιγες την ώρα που γεννούσες, στην ασβέστη να μ' έριχνες, φαρμάκι να με πότιζες στο γάλα. Άνοιξε τα σκέλια, φωτιά θα φυτέψω να σε λειώσω, να σε μαυρίσω στο κάρβουνο. Πού ταξιδεύεις, θαλασσινέ, ποια πέλαγα να πάρω, σε ποια νερά σαπίζεις. Κι αυτή η Βεγγάλη, σε ποιο κέρατο φυτρώνει. Βεγγάλη στ' ανάθεμα την είπαν ή Βεγγάζη, θόλωνε. Να τις κουρσέψουν και τις δυο. Να τον σκυλέψουν τα όργανα, τις ρίζες να λιανίσουν. Μαύρη τύχη στο μεδούλι κι οι πλάκες πάνω στο δέρμα άπλωναν κι έβγαζε κι άλλες η μαλαφράντζα. Στην Μπάρα μπήκε η ωχρά κι ανέβηκε στο αίμα. θα με σαπίσει, σκέφτηκε, κι όλους θα τους σαπίσω. Ώχου κακόπαθο, ώχου παιδί παιδάκι απ' τα Γιάννινα, το αίμα σου το ξέρανα και το 'τριψα στη σκόνη. Στα δόντια μου το μάσησα, γιατί μ' άφησες κάτω. Δε μ' έπαιρνες στον ύπνο σου, δε χάραζες τις φλέβες μου, να τρέξει μαύρο αίμα. Έριχνε στάχτη στα μαλλιά και νύχιαζε τα στήθια. Στο μενεξέ που ρίζωσε και ρούφηξε τη γλύκα, με στέγνωσες, νανούριζε, να μαραθείς, να σβήσω. Μάνα μανούλα, το πρώτο μου παιδί το σκότωσα, εσένα θα σε θρέψω. Δεν άνοιξα το στέρνο στο καρφί, να ζήσεις, είπα, να χαρείς, τις χάρες μου σ' αφήνω. Νίψου, στολίσου, ρήγισσα, κι εγώ θα σε νταντεύω, τι έχει γυρίσματα η γης κι έχει χαρές ο κόσμος.